συναποθνῄσκω: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
(6)
(4)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συναποθνῄσκω:''' μέλ. <i>-θᾰνοῦμαι</i>, [[πεθαίνω]] μαζί με κάποιον, με δοτ., σε Ηρόδ.· απόλ., [[πεθαίνω]] με κάποιον, σε Πλάτ.
|lsmtext='''συναποθνῄσκω:''' μέλ. <i>-θᾰνοῦμαι</i>, [[πεθαίνω]] μαζί με κάποιον, με δοτ., σε Ηρόδ.· απόλ., [[πεθαίνω]] με κάποιον, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''συναποθνῄσκω:''' вместе или одновременно умирать (τινί Her., Isocr., NT): συγκαταγηράσκειν καὶ σ. Arst. вместе стариться и вместе умирать.
}}
}}

Revision as of 06:28, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

mourir avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀποθνῄσκω.

English (Thayer)

2nd aorist συναπεθανον; to die together; with the dative of the person to die with one (Herodotus down): ὑμᾶς ἐμοί, that ye may die together with me, i. e. that my love to you may not leave me even were I appointed to die, τῷ Χριστο (cf. Winer's Grammar, 143 (136)), to meet death as Christ did for the cause of God, 2 Timothy 2:11.

Greek Monotonic

συναποθνῄσκω: μέλ. -θᾰνοῦμαι, πεθαίνω μαζί με κάποιον, με δοτ., σε Ηρόδ.· απόλ., πεθαίνω με κάποιον, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

συναποθνῄσκω: вместе или одновременно умирать (τινί Her., Isocr., NT): συγκαταγηράσκειν καὶ σ. Arst. вместе стариться и вместе умирать.