συνεκπίνω: Difference between revisions

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεκπίνω:''' [ῑ], μέλ. -[[πίομαι]], [[πίνω]], ρουφώ [[μέχρι]] τέλους, «[[στραγγίζω]]» από κοινού, σε Ξεν.
|lsmtext='''συνεκπίνω:''' [ῑ], μέλ. -[[πίομαι]], [[πίνω]], ρουφώ [[μέχρι]] τέλους, «[[στραγγίζω]]» από κοινού, σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-εκπίνω samen (met...) leegdrinken, met acc. en μετά + gen.. τὸ κέρας de drinkbeker Xen. An. 7.3.32.
}}
}}

Revision as of 12:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκπίνω Medium diacritics: συνεκπίνω Low diacritics: συνεκπίνω Capitals: ΣΥΝΕΚΠΙΝΩ
Transliteration A: synekpínō Transliteration B: synekpinō Transliteration C: synekpino Beta Code: sunekpi/nw

English (LSJ)

[ῑ],

   A drink off together, τὸ κέρας X.An.7.3.32.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκπίνω: [ῑ], ἐκπίνω, συνεξέπιε τὸ κέρας Ξεν. Ἀναβ. 7. 3, 32.

French (Bailly abrégé)

boire jusqu’à la dernière goutte ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐκπίνω.

Greek Monolingual

Α
πίνω μέχρι τέλους, αδειάζω κάτι μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκπίνω «πίνω μέχρι τέλους, αδειάζω»].

Greek Monolingual

Α
πίνω μέχρι τέλους, αδειάζω κάτι μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκπίνω «πίνω μέχρι τέλους, αδειάζω»].

Greek Monotonic

συνεκπίνω: [ῑ], μέλ. -πίομαι, πίνω, ρουφώ μέχρι τέλους, «στραγγίζω» από κοινού, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εκπίνω samen (met...) leegdrinken, met acc. en μετά + gen.. τὸ κέρας de drinkbeker Xen. An. 7.3.32.