συνουσιαστής: Difference between revisions
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνουσιαστής:''' -οῦ, ὁ, [[σύντροφος]], [[εταίρος]], [[οπαδός]], σε Ξεν. | |lsmtext='''συνουσιαστής:''' -οῦ, ὁ, [[σύντροφος]], [[εταίρος]], [[οπαδός]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνουσιαστής:''' οῦ ὁ<br /><b class="num">1)</b> собеседник, сотоварищ Plat.;<br /><b class="num">2)</b> ученик, слушатель Xen., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:20, 1 January 2019
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A companion, Pl.Min.319e; disciple, X.Mem.1.6.1, Plu.2.8b.
Greek (Liddell-Scott)
συνουσιαστής: -οῦ, ὁ, σύντροφος, ἑταῖρος, Πλουτ. Μίνως 319Ε· μαθητής, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 1, Πλούτ., κλπ. ΙΙ. οἱ συνουσιασταί, αἵρεσίς τις Χριστιανῶν δοξαζόντων ὅτι ἡ θεία καὶ ἀνθρωπίνη φύσις ἦσαν ἐν Χριστῷ ἡνωμέναι κατ’ οὐσίαν, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui a des relations d’intimité avec qqn ; particul. qui suit les leçons d’un maître, écolier.
Étymologie: συνουσιάζω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ συνουσιάζω
νεοελλ.
αυτός που έρχεται σε σαρκική επαφή με κάποιον
αρχ.
1. σύντροφος («συνουσιαστὴν τοῡ Διὸς εἶναι τὸν Μίνων», Πλάτ.)
2. μαθητής
3. στον πληθ. οἱ συνουσιασταί
αίρεση σύμφωνα με την οποία η θεία και η ανθρώπινη φύση ήταν στον Χριστό ενωμένες κατ' ουσίαν.
Greek Monotonic
συνουσιαστής: -οῦ, ὁ, σύντροφος, εταίρος, οπαδός, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
συνουσιαστής: οῦ ὁ
1) собеседник, сотоварищ Plat.;
2) ученик, слушатель Xen., Plut.