συνθραύω: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(6) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνθραύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[θρυμματίζω]], [[συντρίβω]], [[κομματιάζω]], σε Ευρ. | |lsmtext='''συνθραύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[θρυμματίζω]], [[συντρίβω]], [[κομματιάζω]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συν-θραύω geheel verbrijzelen, met acc. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:20, 31 December 2018
English (LSJ)
A break in pieces, shiver, E.Or.1569, Plu.Arist.18; crumble, ἄρτον Gp.9.23.5:—Pass., X.Ages.2.14, Plb.8.5.11, etc.
Greek (Liddell-Scott)
συνθραύω: συντρίβω, κατασυντρίβω, Εὐρ. Ὀρ. 1569, Πλουτ. Ἀριστείδ. 18, Συλλ. Ἐπιγρ. 989-91. ― Παθ., Ξεν. Ἀγησ. 2, 14, Πολύβ. 8. 7, 11, κλπ.
French (Bailly abrégé)
briser, broyer, fracasser.
Étymologie: σύν, θραύω.
Greek Monolingual
ΜΑ, και συνθλαύω Α
σπάζω, συντρίβω εντελώς
μσν.
(σχετικά με άρτο) τρίβω εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θραύω «σπάζω, συντρίβω, κομματιάζω»].
Greek Monotonic
συνθραύω: μέλ. -σω, θρυμματίζω, συντρίβω, κομματιάζω, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-θραύω geheel verbrijzelen, met acc.