συνημερευτής: Difference between revisions
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
(6) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνημερευτής:''' -οῦ, ὁ, [[καθημερινός]] [[σύντροφος]] κάποιου, αυτός με τη [[συντροφιά]] του οποίου περνάει [[κάποιος]] την [[ημέρα]] του, σε Αριστ. | |lsmtext='''συνημερευτής:''' -οῦ, ὁ, [[καθημερινός]] [[σύντροφος]] κάποιου, αυτός με τη [[συντροφιά]] του οποίου περνάει [[κάποιος]] την [[ημέρα]] του, σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συνημερευτής -οῦ, ὁ [συνημερεύω] iemand om de dag mee door te brengen, dagelijkse metgezel. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:04, 31 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A daily companion, Id.Pol.1314a10.
Greek (Liddell-Scott)
συνημερευτής: -οῦ, ὁ, ὁ συνδιημερεύων τινί, καθημερινὸς σύντροφος, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 14.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
compagnon avec qui l’on passe ses journées.
Étymologie: συνημερεύω.
Greek Monolingual
ὁ, Α συνημερεύω
καθημερινός σύντροφος.
Greek Monotonic
συνημερευτής: -οῦ, ὁ, καθημερινός σύντροφος κάποιου, αυτός με τη συντροφιά του οποίου περνάει κάποιος την ημέρα του, σε Αριστ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνημερευτής -οῦ, ὁ [συνημερεύω] iemand om de dag mee door te brengen, dagelijkse metgezel.