ταυρόκρανος: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ταυρόκρᾱνος:''' -ον ([[κράνιον]]), = [[ταυροκέφαλος]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ταυρόκρᾱνος:''' -ον ([[κράνιον]]), = [[ταυροκέφαλος]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ταυρόκρᾱνος:''' с бычачьей головой ([[Ὠκεανός]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:32, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A bull-headed, E.Or.1378 (lyr.), APl.4.126.
German (Pape)
[Seite 1073] = ταυροκέφαλος; Ὠκεανός, Eur. Or. 1378; Ep. ad. 296 (Plan. 126).
Greek (Liddell-Scott)
ταυρόκρᾱνος: -ον, = ταυροκέφαλος, Εὐρ. Ὀρ. 1378, Ἀνθ. Πλαν. 126.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που έχει κεφάλι ταύρου, ταυροκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -κρανος (< κρᾶνον βλ. λ. κρανίο), πρβλ. ἐλαφό-κρανος].
Greek Monotonic
ταυρόκρᾱνος: -ον (κράνιον), = ταυροκέφαλος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ταυρόκρᾱνος: с бычачьей головой (Ὠκεανός Eur.).