σωμάτιον: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σωμάτιον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[σῶμα]], μικρό ή ευτελές [[σώμα]], [[κορμάκι]], σε Ισοκρ.
|lsmtext='''σωμάτιον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[σῶμα]], μικρό ή ευτελές [[σώμα]], [[κορμάκι]], σε Ισοκρ.
}}
{{elnl
|elnltext=σωμάτιον -ου, τό [σῶμα] lichaampje, opvulling (gebruikt door toneelspelers). Luc. 21.41.
}}
}}

Revision as of 11:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωμᾰτιον Medium diacritics: σωμάτιον Low diacritics: σωμάτιον Capitals: ΣΩΜΑΤΙΟΝ
Transliteration A: sōmátion Transliteration B: sōmation Transliteration C: somation Beta Code: swma/tion

English (LSJ)

τό, Dim. of σῶμα,

   A small body, poor body, Isoc.Ep.4.11, Epicur.Fr.181, Gnathaena ap.Ath.13.584b, etc.; ἀσθένεια τοῦ σ. PHerc.1041.1; of a sick man's body, PCair.Zen.254 (iii B.C.), Gal.13.1025, cf. Agathin. ap. Orib.10.7.4; of an animal, Arist.Fr.339; of an infant, Sor.1.117.    2 corpse, Plu.2.119b, Pap.inStud.Ital.12(1935).99 (ii A.D.), PLips.30.13 (iii A.D.), Hdn.2.1.1.    3 slave, PSI6.602.2 (iii B.C.), PCair.Zen.93.11 (iii B.C.), PUniv.Giss.20.14 (ii A.D.), etc.    II of things,    1 small body, corpuscle, Arist.de An.409a11, HA525a2.    2 pl., padding, used by actors to improve their figure, Pl. Com.256, Luc.JTr.41, Poll.2.235,4.115.    3 book, volume, Heraclit.All.1, Porph.Plot.26; structure of a poem, Longin.9.13.    4 text, opp. signature, PGen.11.18,68.18 (iv A.D.).    5 instalment of a sum due, PEleph.14.21 (iii B.C.).-σωμᾰτ-σωμάτειον is freq. v.l., cf. CIG2829.9, 2835.5 (Aphrodisias).

German (Pape)

[Seite 1060] τό, dim. von σῶμα, 1) kleiner Leib, Körperchen, auch geringschätzig, der elende, arme Leib; Isocr. ep. 4, 11; Plut. – 2) ein Buch, Band, Heraclid. alleg. 1 u. Schol. Il. 1, 1. – 3) eine Gesammtheit, Collegium, Sp. – 4) die Kleidung des Schauspielers, Poll. 4, 115. Vgl. Luc. Iov. Trag. 41.

Greek (Liddell-Scott)

σωμάτιον: [ᾰ], τὸ ὑποκορ. τοῦ σῶμα, μικρὸν ἢ εὐτελὲς σῶμα, «κορμάκι», Ἰσοκρ. 415D, Λυγκεὺς παρ’ Ἀθην. 584Β, Πλούτ., κλπ.· ἐπὶ ζῴου, Ἀθήν. 326C. 2) νεκρὸν σῶμα, εἱλήσαντες στρωμνῇ τινι εὐτελεῖ τὸ σωμάτιον Ἡρῳδιαν. 2. 1. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, 1) μικρὸν σῶμα, Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 4, 19, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 23. 2) ἐν τῷ πληθ., παραγέμισμα ἐν χρήσει παρὰ τοῖς ὑποκριταῖς ὅπως τροποποιῶσι προσηκόντως τὴν σωματικὴν αὑτῶν παράστασιν, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 68, πρβλ. Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 41, Πολυδ. Β΄, 235 Δ΄, 115. 3) βιβλίον, σύγγραμμα, τόμος, Ἡρακλείδ. Ἀλληγορ. 1, Λογγῖν. 9. 13. ΙΙΙ. «σωματεῖον», ὁμὰς ἀνθρώπων συνδεδεμένων εἰς ἓν ἠθικὸν πρόσωπον, Πανδέκτ. -Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις συχνάκις φέρεται σωμάτειον, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2829 9., 2835. 5.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 petit corps, pauvre corps, corps misérable;
2 garde-robe d’acteur.
Étymologie: σῶμα.

Greek Monotonic

σωμάτιον: [ᾰ], τό, υποκορ. του σῶμα, μικρό ή ευτελές σώμα, κορμάκι, σε Ισοκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σωμάτιον -ου, τό [σῶμα] lichaampje, opvulling (gebruikt door toneelspelers). Luc. 21.41.