τραχύστομος: Difference between revisions
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
(6) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρᾱχύστομος:''' -ον ([[στόμα]]), αυτός που μιλάει με [[τραχύτητα]] ή έχει δύσκολη, [[βαριά]] [[προφορά]], σε Στράβ. | |lsmtext='''τρᾱχύστομος:''' -ον ([[στόμα]]), αυτός που μιλάει με [[τραχύτητα]] ή έχει δύσκολη, [[βαριά]] [[προφορά]], σε Στράβ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τρᾱχύ-στομος, ον, [[στόμα]]<br />of [[rough]] [[speech]] or [[pronunciation]], Strab. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A of rough speech or pronunciation, Str.14.2.28, where he couples it with παχύστομος, and in the same paragraph he writes παχυστομέω (τραχυστομέω cod. E, and so it is cited in Eust.367.29), παχυστομία.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾱχύστομος: -ον, ὁ τραχέως ὁμιλῶν ἢ προφέρων, Στράβ. 662, ἔνθα συνάπτεται μετὰ τοῦ παχύστομος, καὶ ἐν τῇ αὐτῇ σελίδι φέρεται παχυστομέω, παχυστομία, ὅπερ ὁ Εὐστ. 367. 29 καὶ 34 μνημονεύει ὡς τραχύστ-.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont la prononciation est rude.
Étymologie: τραχύς, στόμα.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει τραχιά ομιλία ή προφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + -στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδό-στομος].
Greek Monotonic
τρᾱχύστομος: -ον (στόμα), αυτός που μιλάει με τραχύτητα ή έχει δύσκολη, βαριά προφορά, σε Στράβ.
Middle Liddell
τρᾱχύ-στομος, ον, στόμα
of rough speech or pronunciation, Strab.