τηλεκλειτός: Difference between revisions
Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τηλεκλειτός:''' -όν, αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[φήμη]], που η [[φήμη]] του φτάνει σε μακρινές χώρες, σε Όμηρ. | |lsmtext='''τηλεκλειτός:''' -όν, αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[φήμη]], που η [[φήμη]] του φτάνει σε μακρινές χώρες, σε Όμηρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τηλεκλειτός:''' широко прославившийся, прославленный ([[Φοῖνιξ]] Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:40, 1 January 2019
English (LSJ)
όν, also ή, όν (A.R.3.1097):—
A far-famed, Φοῖνιξ Il. 14.321; Ἐφιάλτης Od.11.308; Ἰκάριος 19.546; so also as epith. of the Trojan ἐπίκουροι, Il.5.491, 6.111, 9.233, 11.564 (v.l.), 12.108; written τηλε-κλητοί in some codd. (-κλειτός fr. -κλεϝετος, cf. sq.)
German (Pape)
[Seite 1106] weit berühmt, im fernen Lande berühmt; Φοίνιξ, Il. 14, 321; Ἐφιάλτης, Od. 11, 308; Ἰκάριος, 19, 546; sonst von den Bundesgenossen der Trojaner, τηλεκλειτοί τ' ἐπίκουροι, Il. 5, 491. 6, 111. 9, 233. 12, 108, wo Wolf τηλεκλητοί schrieb, Buttm. aber Lexil. I p. 93 ff. u. Spitzner exc. XI ad Il. sich für τηλεκλειτός entscheiden, wie auch Bekker lies't, da die Bundesgenossen auch sonst »berühmt« genannt werden; Hes. Sc. 327; u. sp. D., wie Ap. Rh. 3, 1097 (wo τηλεκλειτήν, nicht mit Well. τηλεκλείτην zu schreiben). Vgl. ἀγακλειτός.
Greek (Liddell-Scott)
τηλεκλειτός: -όν, καὶ ή, όν, (Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1097)· - ὁ ἔχων πολλὴν φήμην, πεφημισμένος εἰς πόρρω κειμένας χώρας, Φοῖνιξ Ἰλ. Ξ. 321· Ἐφιάλτης Ὀδ. Λ. 308· Ἰκάριος Τ. 546· ἀλλαχοῦ ὡς ἐπίθετον τῶν ἐπικούρων τῶν Τρώων, Ἰλ. Β. 491, κ. ἀλλ., ἔνθα ὁ Wolf ἔγραφε τηλεκλητοί, μακρόθεν κληθέντες εἰς βοήθειαν, πρβλ. Spitzn Exc. XI εἰςἸλ., ἔνθα ἐξετάζεται καὶ τὸ ζήτημα τοῦ τονισμοῦ.
French (Bailly abrégé)
ός ou ή, όν :
connu au loin, célèbre.
Étymologie: τῆλε, κλειτός.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
και τηλεκλητός, -ή, -όν, θηλ. και -ός Α
αυτός του οποίου το κλέος, η φήμη φθάνει μακριά, ένδοξος, ξακουστός (α. «Φοίνικος κούρης τηλεκλειτοῑο», Ομ. Ιλ.
β. «τηλεκλειτόν τ' Ἐφιάλτην», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)- + κλειτός (Ι) «ένδοξος» (πρβλ. ναυσι-κλειτός)].
Greek Monotonic
τηλεκλειτός: -όν, αυτός που έχει μεγάλη φήμη, που η φήμη του φτάνει σε μακρινές χώρες, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
τηλεκλειτός: широко прославившийся, прославленный (Φοῖνιξ Hom.).