τριτοβάμων: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρῐτοβάμων:''' [ᾱ], -ον ([[βαίνω]]), αυτός που αποτελεί, που σχηματίζει το τρίτο [[πόδι]], σε Ευρ.
|lsmtext='''τρῐτοβάμων:''' [ᾱ], -ον ([[βαίνω]]), αυτός που αποτελεί, που σχηματίζει το τρίτο [[πόδι]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐτοβάμων:''' 2, gen. ονος идущий в качестве третьего, т. е. служащий (как бы) третьей ногой: τριτοβάμονος [[δεύεσθαι]] βάκτρου Eur. нуждаться в палке для ходьбы.
}}
}}

Revision as of 12:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐτοβάμων Medium diacritics: τριτοβάμων Low diacritics: τριτοβάμων Capitals: ΤΡΙΤΟΒΑΜΩΝ
Transliteration A: tritobámōn Transliteration B: tritobamōn Transliteration C: tritovamon Beta Code: tritoba/mwn

English (LSJ)

[ᾱ], ον, gen. ονος,

   A forming a third foot, βάκτρον E. Tr. 275 (lyr.); cf. τρίπους 11.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐτοβάμων: [ᾰ], -ον, ὁ ἀποτελῶν τρίτον πόδα, ἁ τριτοβάμονος χερὶ δευομένα βάκτρου γεραιῷ κάρᾳ; (ὁ Paley ἔχει ἁ τριβάμων κτλ. καὶ ἀποδίδει τὴν λέξιν οὐχὶ εἰς τὸ βάκτρον, ἀλλὰ εἰς τὸν φέροντα τὸ βάκτρον) Εὐρ. Τρῳ. 276· πρβλ. τρίπους ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui fait office de troisième pied (bâton).
Étymologie: τρίτος, βαίνω.

Greek Monolingual

-όνος, ὁ, ἡ Α
φρ. «τριτοβαμονος βάκτρου» — με το μπαστούνι που είναι σαν τρίτο πόδι (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. μονο-βάμων].

Greek Monotonic

τρῐτοβάμων: [ᾱ], -ον (βαίνω), αυτός που αποτελεί, που σχηματίζει το τρίτο πόδι, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

τρῐτοβάμων: 2, gen. ονος идущий в качестве третьего, т. е. служащий (как бы) третьей ногой: τριτοβάμονος δεύεσθαι βάκτρου Eur. нуждаться в палке для ходьбы.