ὑπέρμεγας: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπέρμεγας:''' -άλη, -α, υπερβολικά [[μεγάλος]], [[έξοχος]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ὑπέρμεγας:''' -άλη, -α, υπερβολικά [[μεγάλος]], [[έξοχος]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπέρμεγας:''' [[μεγάλη]], μεγα Arph. = [[ὑπερμεγέθης]].
}}
}}

Revision as of 05:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρμεγας Medium diacritics: ὑπέρμεγας Low diacritics: υπέρμεγας Capitals: ΥΠΕΡΜΕΓΑΣ
Transliteration A: hypérmegas Transliteration B: hypermegas Transliteration C: ypermegas Beta Code: u(pe/rmegas

English (LSJ)

άλη, α,

   A immensely great, Ar.Eq.158, Ael.NA6.63, etc.

German (Pape)

[Seite 1198] μεγάλη, μεγα, übergroß, übermäßig groß; Ar. Equ. 158; Ael. H. A. 6, 63.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρμεγας: άλη, α, εἰς ὑπερβολὴν μέγας, ὦ νῦν μὲν οὐδείς, αὔριον δὲ ὑπέρμεγας Ἀριστοφ. Ἱππ. 158, Αἰλ. π. Ζῴων 6. 63, κλπ.

Greek Monolingual

ὑπερμεγάλη, ὑπέρμεγα, ΜΑ μέγας
πάρα πολύ μεγάλος, υπερμεγέθης.

Greek Monotonic

ὑπέρμεγας: -άλη, -α, υπερβολικά μεγάλος, έξοχος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρμεγας: μεγάλη, μεγα Arph. = ὑπερμεγέθης.