τροχιός: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τροχιός:''' -ά, -όν, = [[τροχόεις]], [[στρογγυλός]], σε Ανθ.
|lsmtext='''τροχιός:''' -ά, -όν, = [[τροχόεις]], [[στρογγυλός]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''τροχιός:''' круглый (φθοΐς Anth.).
}}
}}

Revision as of 07:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροχιός Medium diacritics: τροχιός Low diacritics: τροχιός Capitals: ΤΡΟΧΙΟΣ
Transliteration A: trochiós Transliteration B: trochios Transliteration C: trochios Beta Code: troxio/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A = τροχόεις, round, φθοΐς AP6.258 (Adaeus).

Greek (Liddell-Scott)

τροχιός: -ά, -όν, = τροχόεις, στρογγύλος, τροχιὰν ἐν κανέω φθοΐδα Ἀνθ. Π. 6. 258.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
arrondi.
Étymologie: τροχός.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α τροχός ή τρόχος]
στρογγυλός σαν τη ρόδα.

Greek Monotonic

τροχιός: -ά, -όν, = τροχόεις, στρογγυλός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τροχιός: круглый (φθοΐς Anth.).