ὑποδεξίη: Difference between revisions
Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑποδεξίη:''' ἡ, όπως το [[ὑποδοχή]], [[υποδοχή]] και [[περιποίηση]] ενός ξένου, φιλοξενουμένου, μέσα, τρόποι φιλοξενίας, περιποίησης [[ξένων]], πᾶσά [[τοι]] ἐσθ' [[ὑποδεξίη]] (<i>ῑ</i>, [[χάριν]] μέτρου), σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ὑποδεξίη:''' ἡ, όπως το [[ὑποδοχή]], [[υποδοχή]] και [[περιποίηση]] ενός ξένου, φιλοξενουμένου, μέσα, τρόποι φιλοξενίας, περιποίησης [[ξένων]], πᾶσά [[τοι]] ἐσθ' [[ὑποδεξίη]] (<i>ῑ</i>, [[χάριν]] μέτρου), σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑποδεξίη:''' (ῑ) ἡ [[δέχομαι]] нужное для приема гостей, угощение: πᾶσά [[τοί]] ἐσθ᾽ ὑ. Hom. ты богат всякими припасами. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:16, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A = ὑποδοχή 1.2, reception of a guest, means of entertainment, πᾶσά τοί ἐσθ' ὑποδεξίη [ῑ] Il.9.73.
German (Pape)
[Seite 1214] ἡ, Aufnahme, bes. gastliche Bewirthung, auch der dazu gehörige Vorrath, Vermögen zur Aufnahme eines Gastes, πᾶσά τοι ἔσθ' ὑποδιξίη Il. 9, 73 [wo ι lang gebraucht ist].
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδεξίη: ἡ, ὡς τὸ ὑποδοχή, ἡ ὑποδοχὴ καὶ περιποίησις ξένου, μέσα ὑποδοχῆς, πᾶσα τοι ἔσθ’ ὑποδεξίη [ῑ] Ἰλ. Ι. 73.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
préparatifs pour une réception ; réception.
Étymologie: ὑποδέξιος.
English (Autenrieth)
(δέχομαι): hospitable welcome, Il. 9.73†. The ῖ is a necessity of the rhythm.
Greek Monolingual
ἡ, Α ὑποδέξιος
τα μέσα με τα οποία περιποιείται κανείς έναν φιλοξενούμενο.
Greek Monotonic
ὑποδεξίη: ἡ, όπως το ὑποδοχή, υποδοχή και περιποίηση ενός ξένου, φιλοξενουμένου, μέσα, τρόποι φιλοξενίας, περιποίησης ξένων, πᾶσά τοι ἐσθ' ὑποδεξίη (ῑ, χάριν μέτρου), σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποδεξίη: (ῑ) ἡ δέχομαι нужное для приема гостей, угощение: πᾶσά τοί ἐσθ᾽ ὑ. Hom. ты богат всякими припасами.