φενακίζω: Difference between revisions
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φενᾱκίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>·<br /><b class="num">1.</b> φέρομαι ως [[φέναξ]], [[εξαπατώ]], [[ψεύδομαι]],, σε Αριστοφ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> μτβ., [[εξαπατώ]], [[ξεγελώ]], <i>τινά</i>, σε Αριστοφ., Δημ. — Παθ., εξαπατώμαι, σε Αριστοφ., Δημ. | |lsmtext='''φενᾱκίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>·<br /><b class="num">1.</b> φέρομαι ως [[φέναξ]], [[εξαπατώ]], [[ψεύδομαι]],, σε Αριστοφ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> μτβ., [[εξαπατώ]], [[ξεγελώ]], <i>τινά</i>, σε Αριστοφ., Δημ. — Παθ., εξαπατώμαι, σε Αριστοφ., Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φενᾱκίζω:''' обманывать, лгать Soph., Arph.: τίς ὁ [[ταῦτα]] φενακίσας; Dem. кто виновник этого обмана?; φ. τινά Arph., Dem., Sext. обманывать, морочить кого-л. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 31 December 2018
English (LSJ)
A play the φέναξ, cheat, lie, Theopomp.Com.8, Ar.Pl.271; of the deceptive appearance of certain unripe figs, S.Fr.731; with neut. Adj., ταῦτ' ἄρ' ἐφενάκιζες σύ Ar.Ach.90, cf. D.19.66, Hyp. Ath.2: abs., φ. ἀτηρῶς Phld.Mus.p.104K. 2 trans., cheat, trick, τινα Ar.Pax 1087 (hex.), D.2.7, Men.Sam.100; ὧν πεφενάκικε τὴν πόλιν (by attraction for ἅ) D.19.72:—Pass., to be cheated, Id.6.29; οἷ' ἐφενακιζόμην ὑπ' αὐτοῦ Ar.Ra.921.
German (Pape)
[Seite 1261] 1) betrügen, täuschen, hintergehen; τινά, Ar. Pax 1053 u. öfter; u. pass., Ran. 919; πεφενάκικέν τινα Dem. 2, 7; παρακρούσεοθαι καὶ φενακιεῖν ὑμᾶς 32, 31, u. öfter, u. Sp., wie Luc. u. Plut. – 2) erlügen, fälschlich vorgeben, verfälschen, τί; Ar. Ach. 90; τίς ὁ ταῦτα φενακίσας Dem. 19, 66.
Greek (Liddell-Scott)
φενᾱκίζω: μέλλ. -σω, φέρομαι ὡς φέναξ, ἀπατῶ, ψεύδομαι, Σοφ. Ἀποσπ. 792, Θεόπομ. Κωμικ. ἐν «Εἰρήνῃ» 2· μετ’ οὐδ. ἐπιθ., ταῦτ’ ἄρ’ ἐφενάκιζες σύ; Ἀριστοφ. Ἀχ. 90, πρβλ. Δημ. 362. 10. 2) μεταβ., δολιεύομαι, ἐξαπατῶ, τινὰ Ἀριστοφ. Εἰρ. 1087, Πλοῦτ. 271, Δημ. 20. 5· ὧν πεφενάκικε τὴν πόλιν (καθ’ ἕλξιν ἀντὶ ἄ), ὁ αὐτ. 363. 29. ― Παθ., ἐξαπατῶμαι, ὁ αὐτ. 73, 1· οἷ’ ἐφενακίσθην ὑπ’ αὐτοῦ Ἀριστοφ. Βάτρ. 921.
French (Bailly abrégé)
tromper, acc..
Étymologie: φέναξ.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και φαινακίζω Μ φέναξ, -ακος]
εξαπατώ, παραπλανώ
μσν.
φορώ φενάκη, φορώ περούκα, εμφανιζόμενος έτσι με διαφορετική μορφή
αρχ.
(αμτβ.) συμπεριφέρομαι ως φενακιστής, ως απατεώνας.
Greek Monotonic
φενᾱκίζω: μέλ. -σω·
1. φέρομαι ως φέναξ, εξαπατώ, ψεύδομαι,, σε Αριστοφ., Δημ.
2. μτβ., εξαπατώ, ξεγελώ, τινά, σε Αριστοφ., Δημ. — Παθ., εξαπατώμαι, σε Αριστοφ., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
φενᾱκίζω: обманывать, лгать Soph., Arph.: τίς ὁ ταῦτα φενακίσας; Dem. кто виновник этого обмана?; φ. τινά Arph., Dem., Sext. обманывать, морочить кого-л.