φυγοπτόλεμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῠγοπτόλεμος:''' -ον, ποιητ. αντί <i>[[φυγοπόλεμος]]</i>, αυτός που αποφεύγει τον πόλεμο, [[δειλός]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''φῠγοπτόλεμος:''' -ον, ποιητ. αντί <i>[[φυγοπόλεμος]]</i>, αυτός που αποφεύγει τον πόλεμο, [[δειλός]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''φῠγοπτόλεμος:''' избегающий войны, уклоняющийся от боя, т. е. трусливый Hom.
}}
}}

Revision as of 07:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠγοπτόλεμος Medium diacritics: φυγοπτόλεμος Low diacritics: φυγοπτόλεμος Capitals: ΦΥΓΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Transliteration A: phygoptólemos Transliteration B: phygoptolemos Transliteration C: fygoptolemos Beta Code: fugopto/lemos

English (LSJ)

ον, poet. for Φυγοπόλεμος,

   A shunning war, cowardly, Od.14.213, Q.S.1.740.

German (Pape)

[Seite 1312] poet, statt φυγοπόλεμος, den Krieg scheuend, feig, Od. 14, 213 u. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

φῠγοπτόλεμος: -ον, ποιητ. ἀντὶ φυγοπόλεμος, ὁ ἀποφεύγων τὸν πόλεμον, δειλός, Ὀδ. Ξ. 213, Κόϊντ. Σμ. 1. 740.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fuit la guerre.
Étymologie: φεύγω, πτόλεμος.

English (Autenrieth)

battle-fleeing, cowardly, Od. 14.213†.

Greek Monolingual

-ον, Α
(επικ. τ.) βλ. φυγοπόλεμος.

Greek Monotonic

φῠγοπτόλεμος: -ον, ποιητ. αντί φυγοπόλεμος, αυτός που αποφεύγει τον πόλεμο, δειλός, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

φῠγοπτόλεμος: избегающий войны, уклоняющийся от боя, т. е. трусливый Hom.