χρυσοφορέω: Difference between revisions
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χρῡσοφορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αυτός που [[φορά]] χρυσά στολίδια ή ενδύματα, σε Ηρόδ.· αυτός που έχει χρυσά λέπια, σε Λουκ. | |lsmtext='''χρῡσοφορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αυτός που [[φορά]] χρυσά στολίδια ή ενδύματα, σε Ηρόδ.· αυτός που έχει χρυσά λέπια, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χρῡσοφορέω:''' <b class="num">1)</b> носить золотые украшения, блистать золотом (αἱ γυναῖκες χρυσοφορέουσιν Her., Arst.): [[ἰχθὺς]] χρυσοφορέων Luc. рыба с золотой чешуей;<br /><b class="num">2)</b> приносить золотые дары (τῇ [[Ἀφροδίτη]] Diod.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:48, 31 December 2018
English (LSJ)
A wear golden ornaments or apparel, Hdt.1.82, Euph. 38, Sotad.9.4, Arist.Oec.1349a24, Chor.32.70 p.360F.-R.; διά τινα ἀρχὴν ἢ ἱερωσύνην Artem.2.9, cf. 1.77; esp. of priests, δεδόχθαι τοὺς ἱερεῖς -φορεῖν τοῖς θεοῖς SIG704E31 (Delph., ii B. C.); οἱ -φοροῦντες τῇ θεῷ ἱερεῖς BMus.Inscr.4.481*.437 (Ephes., ii A. D.); also [ἰχθῦς] χρυσοφορέων wearing a gold ornament, Luc.Syr.D.45; wear a gold ring, App.Pun.104. II pay gold as a tax, D.S.4.83. III carry gold, of streams, App.Mith.103.
German (Pape)
[Seite 1382] 1) Gold, goldenen Schmuck tragen; Her. 1, 82; Ath. XII, 528 d; – auch ἰχθὺς χρυσοφορέων, mit goldenen Schuppen, Luc. Dea Syr. 45. – 2) Gold hervorbringen, Goldsand mit sich führen. – 3) Gold als Abgabe entrichten, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοφορέω: φορῶ χρυσᾶ κοσμήματα ἢ χρυσῆν στολήν, Ἡρόδ. 1. 82, Εὐφορίων 34, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 21, 2, Συλλ. Ἐπιγρ. 1123· ἰχθὺς χρυσοφορέων, ἔχων χρυσιζούσας λεπίδας, Λουκ. π. τῆς Συρίης Θεοῦ 45. ΙΙ. πληρώνω φόρον εἰς χρυσόν, Διόδ. 4. 83.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
porter des vêtements d’or ou brodés d’or, des joyaux ou parures d’or, etc.
Étymologie: χρυσοφόρος.
Greek Monotonic
χρῡσοφορέω: μέλ. -ήσω, αυτός που φορά χρυσά στολίδια ή ενδύματα, σε Ηρόδ.· αυτός που έχει χρυσά λέπια, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσοφορέω: 1) носить золотые украшения, блистать золотом (αἱ γυναῖκες χρυσοφορέουσιν Her., Arst.): ἰχθὺς χρυσοφορέων Luc. рыба с золотой чешуей;
2) приносить золотые дары (τῇ Ἀφροδίτη Diod.).