διαβουλεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
(1b)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 12: Line 12:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διαβουλεύομαι:''' <b class="num">1)</b> обдумывать, обсуждать, размышлять Thuc., Plat., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> предполагать, намереваться, решать (ποιεῖν τι Luc.).
|elrutext='''διαβουλεύομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> обдумывать, обсуждать, размышлять Thuc., Plat., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> предполагать, намереваться, решать (ποιεῖν τι Luc.).
}}
}}

Revision as of 15:40, 6 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

διαβουλεύομαι: ἀποθ., σκέπτομαι ἢ συζητῶ ὑπόθεσίν τινα ἐξετάζων τὰ ἀντιμαχόμενα ἐπιχειρήματα, συζητῶ καθ’ ὁλοκληρίαν, Ἀνδοκ. 22. 12, Θουκ. 2. 5., 7. 50. 2) διανοοῦμαι, ἀποφασίζω, μετ’ ἀπαρ., Λουκ. Ἁλ. 24.

French (Bailly abrégé)

1 délibérer, discuter;
2 décider de, inf..
Étymologie: διά, βουλεύομαι.

Greek Monolingual

(AM διαβουλεύομαι)
1. συσκέπτομαι με άλλους και ανταλλάσσω γνώμες
2. διαλογίζομαι, συσκέπτομαι
3. μηχανώμαι, ραδιουργώ
αρχ.
1. διαβουλεύω
διανύω την περίοδο της βουλευτικής μου θητείας
2. διαβουλεύομαι
α) εξετάζω λεπτομερώς
β) αποφασίζω.

Greek Monotonic

διαβουλεύομαι: αποθ., συζητώ τα υπέρ και τα κατά, συζητώ διεξοδικά, συλλογίζομαι, στοχάζομαι, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

διαβουλεύομαι:
1) обдумывать, обсуждать, размышлять Thuc., Plat., Plut.;
2) предполагать, намереваться, решать (ποιεῖν τι Luc.).