σκωληκόβρωτος: Difference between revisions

From LSJ

ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself

Source
(4)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{elru
{{elru
|elrutext='''σκωληκόβρωτος:''' изъеденный червями NT.
|elrutext='''σκωληκόβρωτος:''' изъеденный червями NT.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σκωληκό-βρωτος, ον, [[βιβρώσκω]]<br />eaten of worms, NTest.
}}
}}

Revision as of 01:05, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκωληκόβρωτος Medium diacritics: σκωληκόβρωτος Low diacritics: σκωληκόβρωτος Capitals: ΣΚΩΛΗΚΟΒΡΩΤΟΣ
Transliteration A: skōlēkóbrōtos Transliteration B: skōlēkobrōtos Transliteration C: skolikovrotos Beta Code: skwlhko/brwtos

English (LSJ)

ον,

   A worm-eaten, of a tree, ib.3.12.6, CP5.9.1; γῆ PTeb.701.81 (iii B.C.), PSI5.490.14 (iii B.C.).    2 eaten of worms, of a man, Act.Ap.12.23.

German (Pape)

[Seite 909] von Würmern gefressen, N. T.; wurmstichig, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

σκωληκόβρωτος: -ον, ὁ ὑπὸ σκωλήκων φαγωμένος, ἐπὶ δένδρου, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 1· ὁ σκωλήκων πεπληρωμένος, ἐπὶ ἀνθρώπου, Πράξ. Ἀποστ. ιβ΄, 23· πρβλ. σκωληκοτόκος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 mangé des vers;
2 piqué des vers.
Étymologie: σκώληξ, βιβρώσκω.

English (Strong)

from σκώληξ and a derivative of βιβρώσκω; worm-eaten, i.e. diseased with maggots: eaten of worms.

English (Thayer)

σκωληκόβρωτον (σκώληξ and βιβρώσκω), eaten of worms: Acts 12:23, cf. 2 Maccabees 9:9. (of a tree, Theophrastus, c. pl. 5,9, 1.)

Greek Monolingual

-η, -ο / σκωληκόβρωτος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που καταφαγώθηκε από σκουλήκια ή ο γεμάτος σκουλήκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληξ, -ηκος + -βρωτος (< βρωτός < βιβρώσκω), πρβλ. μυό-βρωτος, παιδό-βρωτος].

Greek Monotonic

σκωληκόβρωτος: -ον (βι-βρώσκω), σκουληκοφαγωμένος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

σκωληκόβρωτος: изъеденный червями NT.

Middle Liddell

σκωληκό-βρωτος, ον, βιβρώσκω
eaten of worms, NTest.