πελαγικός: Difference between revisions
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(3b) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pelagikos | |Transliteration C=pelagikos | ||
|Beta Code=pelagiko/s | |Beta Code=pelagiko/s | ||
|Definition=ή, όν, = sq., <span class="sense" | |Definition=ή, όν, = sq., <span class="sense"> <span class="bld">A</span> θεοί Plu.2.685f.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:00, 11 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, = sq., A θεοί Plu.2.685f.
German (Pape)
[Seite 548] das Meer liebend, sich darauf aufhaltend, übh. = Folgdm. Bei Plut. Symp. 5 E. ist v. l. πελασγικοὶ θεοί.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de la mer.
Étymologie: πέλαγος.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πελαγικός, -ή, -όν, ΝΑ πέλαγος
πελάγιος, πελαγήσιος, του πελάγους
νεοελλ.
φρ. α) «πελαγικά ιζήματα»
γεωλ. αποθέσεις στον πυθμένα της ανοιχτής θάλασσας που αποτελούνται κυρίως από υλικά προερχόμενα από θαλάσσιες οργανικές ή ανόργανες καθιζήσεις, με ελάχιστη παρουσία ή και πλήρη έλλειψη σωματιδίων προερχόμενων από χερσαία διάβρωση
β) «πελαγική ζώνη» — οικολογική υποδιαίρεση που περιλαμβάνει ολόκληρο τον ωκεάνιο υδάτινο όγκο.
Russian (Dvoretsky)
πελᾰγικός: морской (θεοί Plut.).