κήρωσις: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
(3)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κήρωσις]], η (Α) [[κηρώ]]<br /><b>1.</b> το υλικό, η [[ουσία]] του κεριού τών [[μελισσών]] («κήρωσιν δὲ φέρουσιν ἀπὸ τοῡ δακρύου τῶν δένδρων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[επικάλυψη]] με [[κερί]].
|mltxt=[[κήρωσις]], η (Α) [[κηρώ]]<br /><b>1.</b> το υλικό, η [[ουσία]] του κεριού τών [[μελισσών]] («κήρωσιν δὲ φέρουσιν ἀπὸ τοῦ δακρύου τῶν δένδρων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[επικάλυψη]] με [[κερί]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κήρωσις:''' εως ἡ пчелиный клей Arst.
|elrutext='''κήρωσις:''' εως ἡ пчелиный клей Arst.
}}
}}

Revision as of 12:28, 15 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κήρωσις Medium diacritics: κήρωσις Low diacritics: κήρωσις Capitals: ΚΗΡΩΣΙΣ
Transliteration A: kḗrōsis Transliteration B: kērōsis Transliteration C: kirosis Beta Code: kh/rwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A material of bees-wax, Arist.HA553b28.

German (Pape)

[Seite 1435] ἡ, der Ueberzug von Wachs, Arist. H. A. 5, 22, vgl. κόνισις.

Greek (Liddell-Scott)

κήρωσις: -εως, ἡ, τὸ ὑλικόν, ἡ οὐσία τοῦ κηροῦ τῶν μελισσῶν ἣν συνάγουσιν ἐκ τῶν δακρύων τῶν δένδρων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 5.

Greek Monolingual

κήρωσις, η (Α) κηρώ
1. το υλικό, η ουσία του κεριού τών μελισσών («κήρωσιν δὲ φέρουσιν ἀπὸ τοῦ δακρύου τῶν δένδρων», Αριστοτ.)
2. η επικάλυψη με κερί.

Russian (Dvoretsky)

κήρωσις: εως ἡ пчелиный клей Arst.