πόρευσις: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
(4) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πόρευσις:''' εως ἡ Plat. = [[πορεία]]. | |elrutext='''πόρευσις:''' εως ἡ Plat. = [[πορεία]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πόρευσις -εως, ἡ [πορεύω] voortbeweging. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:08, 1 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A = πορεία, γένεσις π. εἰς τὸ εἶναι Pl.Def.411a, cf. LXXGe.33.14.
German (Pape)
[Seite 682] ἡ, = πορεία, Sp., wie Schol. Lycophr. 11; LXX.
Greek (Liddell-Scott)
πόρευσις: ἡ, = πορεία, Πλάτ. Ὅροι 411Α, Ἑβδ. (Γένεσ. ΛΓϳ, 14).
Greek Monolingual
-εύσεως, ἡ, Α πορεύω
1. πορεία
2. μτφ. μετάβαση σε μία κατάσταση.
Russian (Dvoretsky)
πόρευσις: εως ἡ Plat. = πορεία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πόρευσις -εως, ἡ [πορεύω] voortbeweging.