συναπολείπω: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συναπολείπω''': [[ἀπολείπω]] [[ὁμοῦ]], συναπέλιπε δ’ αὐτῷ πεζοὺς μὲν ξένους μυρίους, Μακεδόνας δὲ δισχιλίους Διόδ. 19. 69. ΙΙ. ἀμεταβ., [[ἐκλείπω]] ἢ χάνομαι [[ὁμοῦ]], συναπολείπει καὶ τὸ θερμὸν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 19, 3. | |lstext='''συναπολείπω''': [[ἀπολείπω]] [[ὁμοῦ]], συναπέλιπε δ’ αὐτῷ πεζοὺς μὲν ξένους μυρίους, Μακεδόνας δὲ δισχιλίους Διόδ. 19. 69. ΙΙ. ἀμεταβ., [[ἐκλείπω]] ἢ χάνομαι [[ὁμοῦ]], συναπολείπει καὶ τὸ θερμὸν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 19, 3. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:16, 1 January 2019
English (LSJ)
A leave behind along with, τινά τινι D.S.19.69:—Pass., BGU1761.10 (i B.C.), Dsc.1.43. II intr., fail or cease together, Thphr.CP2.19.3.
German (Pape)
[Seite 1002] mit od. zugleich verlassen, D. Sic.
Greek (Liddell-Scott)
συναπολείπω: ἀπολείπω ὁμοῦ, συναπέλιπε δ’ αὐτῷ πεζοὺς μὲν ξένους μυρίους, Μακεδόνας δὲ δισχιλίους Διόδ. 19. 69. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐκλείπω ἢ χάνομαι ὁμοῦ, συναπολείπει καὶ τὸ θερμὸν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 19, 3.
Greek Monolingual
Α
1. αφήνω πίσω, εγκαταλείπω συγχρόνως («συναπέλιπε δ' αὐτῷ πεζοὺς μὲν ξένους μυρίους, Μακεδόνας δὲ δισχιλίους», Διόδ.)
2. (αμτβ.) εξαφανίζομαι, εκλείπω μαζί με άλλον.
Russian (Dvoretsky)
συναπολείπω: одновременно оставлять (τινά τινι Diod.).