διαγαληνίζω: Difference between revisions
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
(1b) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διαγᾰληνίζω:''' прояснять(ся) (τὰ πρόσωπα διεγαλήνισαν Arph.). | |elrutext='''διαγᾰληνίζω:''' прояснять(ся) (τὰ πρόσωπα διεγαλήνισαν Arph.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. ίσω [[γαλήνη]]<br />to make [[quite]] [[calm]], Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:50, 9 January 2019
English (LSJ)
A make quite calm, τὰ πρόσωπα Ar.Eq.646.
Greek (Liddell-Scott)
διαγᾰληνίζω: κάμνω τι ὅλως γαλήνιον, τὰ πρόσωπα Ἀριστοφ. Ἱππ. 646.
French (Bailly abrégé)
rasséréner (le visage).
Étymologie: διά, γαλήνη.
Spanish (DGE)
(διαγᾰληνίζω) serenar, poner en calma τὰ πρόσωπα Ar.Eq.646.
Greek Monolingual
διαγαληνίζω (Α)
καθιστώ κάτι εντελώς γαλήνιο.
Greek Monotonic
διαγᾰληνίζω: μέλ. -ίσω (γαλήνη), κάνω γαλήνιο, ηρεμώ, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
διαγᾰληνίζω: прояснять(ся) (τὰ πρόσωπα διεγαλήνισαν Arph.).