περίστοιχος: Difference between revisions
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
(3b) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''περίστοιχος:''' (только pl.) расставленный кольцеобразно (ἐλάαι Dem.). | |elrutext='''περίστοιχος:''' (только pl.) расставленный кольцеобразно (ἐλάαι Dem.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[περί]]-στοιχος, ον,<br />set [[round]] in rows, Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:30, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A set round in rows, D.53.15.
German (Pape)
[Seite 594] rings in Reihen stehend, ἰλάαι, Dem. 53, 15, vgl. Harpocr.; woraus Einige eine bes. Olivenart machen wollten.
Greek (Liddell-Scott)
περίστοιχος: -ον, ὁ τεθειμένος κατὰ σειρὰν ἐν κύκλῳ, φυτευτήρια ἐλαῶν περιστοίχων Δημ. 1251. 23· πρβλ. στοιχάς.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
rangé ou aligné tout autour.
Étymologie: περί, στοιχίζω.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που είναι τοποθετημένος κυκλικά και κατά σειρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + στοῖχος «σειρά, γραμμή» (πρβλ. αντί-στοιχος)].
Greek Monotonic
περίστοιχος: -ον, αυτός που τοποθετείται κυκλικά σε σειρές, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
περίστοιχος: (только pl.) расставленный кольцеобразно (ἐλάαι Dem.).