ὀρχίλος: Difference between revisions
(3b) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀρχίλος:''' и ὄρχῐλος ὁ птица королек Arph., Arst. | |elrutext='''ὀρχίλος:''' и ὄρχῐλος ὁ птица королек Arph., Arst. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: name of <b class="b2">a small bird</b>, prob. [[wren]] (Ar., Arist., Thphr.); details in Thompson s.v.<br />Other forms: (on the acc. Schwyzer 485; mss. also <b class="b3">-ιλος</b>).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Formation like <b class="b3">κορθ-</b>, <b class="b3">τροχ-ίλος</b> a.o. (Schwyzer a. O., Chantraine Form. 249); perh. from <b class="b3">ὀρχέομαι</b> because of the liveliness of the bird (similar Robert, s. Bq). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:58, 3 January 2019
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, a bird, prob.
A wren (cf. τροχίλος), Ar.Av.568,V.1513, Arat.1025 ; a bird of ill omen at weddings, Euph.4; in Arist.HA609a12, Thphr.Sign.39,53, proparox. ὄρχιλος.
German (Pape)
[Seite 390] ὁ, ein Vogel, wahrscheinlich = τροχίλος, Zaunkönig; Ar. Vesp. 1513 Av. 568; Arat. 1025; bei Arist. H. A. 9, 1 ὄρχιλος accentuirt.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρχίλος: [ῐ], ὁ, πτηνόν τι, πιθαν. τὸ μετὰ χρυσοῦ λόφου μικρὸν παρυδάτιον πτηνὸν (πρβλ. τροχίλος), ὡσαύτως βασιλίσκος, σαλπιγκτής, Ἀριστοφ. Ὄρν. 568, Σφ. 1513· πτηνόν τι δυσοίωνον ἐν γάμοις, Spohn de Extr. Od. Parte, σ. 123· - ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 14, Θεοφρ. π. Σημ. Ὑδάτ. 3, 2., 4, 4, προπαροξυτ. ὄρχιλος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
roitelet, oiseau.
Étymologie: DELG ὀρχέομαι et suff. -ίλος comme dans τροχίλος, κορθίλος, σποργίλος.
Greek Monolingual
ὀρχίλος και ὀρχιλος, ὁ (Α)
είδος πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὀρχίλος παράγεται από το ρ. ὀρχοῦμαι «χορεύω» με την υποκορ. κατάλ. -ίλος, που απαντά και σε άλλα ον. πτηνών (πρβλ. σποργ-ίλος, τροχ-ίλος). Το πτηνό αυτό ονομάστηκε έτσι λόγω της έντονης κινητικότητας και ζωηρότητάς του].
Greek Monotonic
ὀρχίλος: [ῐ], ὁ, το πτηνό βασιλίσκος ή τροχίλος, που έχει χρυσό λοφίο, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὀρχίλος: и ὄρχῐλος ὁ птица королек Arph., Arst.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: name of a small bird, prob. wren (Ar., Arist., Thphr.); details in Thompson s.v.
Other forms: (on the acc. Schwyzer 485; mss. also -ιλος).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation like κορθ-, τροχ-ίλος a.o. (Schwyzer a. O., Chantraine Form. 249); perh. from ὀρχέομαι because of the liveliness of the bird (similar Robert, s. Bq).