πεδητής: Difference between revisions
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
(3b) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πεδητής:''' дор. [[πεδητάς]], οῦ adj. m сковывающий, удерживающий ([[λίθος]] Anth.). | |elrutext='''πεδητής:''' дор. [[πεδητάς]], οῦ adj. m сковывающий, удерживающий ([[λίθος]] Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πεδητής]], οῦ, ὁ, [[πεδάω]]<br />a hinderer, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:25, 10 January 2019
English (LSJ)
οῦ, Dor. -τάς, ὁ,
A one who fetters : metaph., hinderer, AP 9.756 (Aemil.).
German (Pape)
[Seite 541] ὁ, der Fesselnde, Aemilian. 2 (IX, 756), λίθος.
Greek (Liddell-Scott)
πεδητής: -οῦ, ὁ, ὁ δεσμεύων ἢ κωλύων, Ἀνθ. Π. 9. 756.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. πεδητάς, ὁ, Α πεδῶ
1. αυτός που δεσμεύει κάποιον, δεσμευτής
2. μτφ. αυτός που κωλύει, εμποδίζει κάποιον.
Greek Monotonic
πεδητής: -οῦ, ὁ (πεδάω), αυτός που δημιουργεί εμπόδια, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πεδητής: дор. πεδητάς, οῦ adj. m сковывающий, удерживающий (λίθος Anth.).