μεταμέλπομαι: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μεταμέλπομαι:''' (с кем-л.) водить хоровод (τισι HH). | |elrutext='''μεταμέλπομαι:''' (с кем-л.) водить хоровод (τισι HH). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />Dep. to [[sing]] or [[dance]] [[among]] others, c. dat., Hhymn. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:50, 10 January 2019
English (LSJ)
A sing or dance among, τισι h.Ap.197.
German (Pape)
[Seite 150] zwischen, unter Andern singen und tanzen, τισί, H. h. Apoll. 197.
Greek (Liddell-Scott)
μεταμέλπομαι: ἀποθετ., ψάλλω ἢ χορεύω μεταξύ..., τισι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπολλ. 197.
French (Bailly abrégé)
chanter ou danser parmi, τινι.
Étymologie: μετά, μέλπω.
Greek Monolingual
μεταμέλπομαι (Α)
ψάλλω ή χορεύω ανάμεσα σε άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- μέλπομαι «ψάλλω»].
Greek Monotonic
μεταμέλπομαι: αποθ., τραγουδώ ή χορεύω ανάμεσα σ' άλλους, με δοτ., σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
μεταμέλπομαι: (с кем-л.) водить хоровод (τισι HH).