κρεοφάγος: Difference between revisions
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
(3) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κρεοφάγος:''' Her., Arst. v. l. = [[κρεωφάγος]]. | |elrutext='''κρεοφάγος:''' Her., Arst. v. l. = [[κρεωφάγος]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κρεοφάγος -ον [κρέας, φαγεῖν] vleesetend. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 1 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A eating flesh, carnivorous, Hdt.4.186, Arist.PA693a3, etc.; cf. κρεηφάγος.
Greek (Liddell-Scott)
κρεοφάγος: -ον, ὁ ἐσθίων κρέας, σαρκοβόρος, Ἡρόδ. 4. 186, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 7, κτλ.· κρ. ἡμέρα, ἡ πρώτη ἡμέρα μετὰ νηστείαν, Ἐκκλ.· ― ἴδε ἐν λέξ. κρεω-.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
carnivore.
Étymologie: κρέας, φαγεῖν.
Greek Monolingual
-ο (AM κρεοφάγος, -ον, Α και κρεηφάγος, -ον)
αυτός που έχει ως κύρια τροφή του το κρέας («νομάδες εἰσὶ κρεοφάγοι τε καὶ γαλακτοπόται», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -φάγος (< θ. -φαγ, πρβλ. ἔ-φαγ-ον, αόρ. του ἐσθίω (πρβλ. ανθρωπο-φάγος, χορτο-φάγος)].
Greek Monotonic
κρεοφάγος: -ον (φᾰγεῖν), αυτός που τρώει σάρκες, σαρκοφάγος, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
κρεοφάγος: Her., Arst. v. l. = κρεωφάγος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρεοφάγος -ον [κρέας, φαγεῖν] vleesetend.