Φάληρον: Difference between revisions
(4b) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=Φάληρον | |||
|Medium diacritics=Φάληρον | |||
|Low diacritics=Φάληρον | |||
|Capitals=ΦΑΛΗΡΟΝ | |||
|Transliteration A=Phálēron | |||
|Transliteration B=Phalēron | |||
|Transliteration C=Faliron | |||
|Beta Code=*fa/lhron | |||
|Definition=τό, [[Phalerum]], the western harbour of Athens, Hdt. 5.63, etc.; [[Φαληροῖ]] [[at Ph.]], X. ''Eq. Mag.'' 3.1, Plu. ''Thes.'' 17; [[Φαληρόθεν]] [[from Ph.]], Pl. ''Smp.'' 172a; [[Φαληρόνδε]] [[to Ph.]], Th. 1.107. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Φάληρον''': [ᾱ], τό, ἀρχαιότατος λιμὴν τῶν Ἀθηνῶν, νῦν ὀνομάζεται Παλαιὸν [[Φάληρον]], καὶ [[δῆμος]] τῆς Αἰαντίδος φυλῆς, Ἡσύχ. καὶ Ἐπιγραφ., ἴδε Böckh. C. I. 1. 309, ἀλλὰ κατὰ τὸν Ἁρποκρ. «[[δῆμος]] τῆς Ἀντιοχίδος»·- Φαληροῖ, ἐν Φαλήρῳ, Ξεν. Ἱππαρχ. 3. 1, Πλουτ. Θεμ. 17. Φαληρόθεν, ἐκ Φαλήρου, Πλάτ. Συμπ. 172Α· Φαληρόνδε, εἰς [[Φάληρον]], Θουκ. 1. 107· ― Φαληρεύς, έως, ὁ, [[κάτοικος]] τοῦ Φαλήρου, Ἡρόδ. 3. 63, κλπ.· θηλ. Φαληρίς, ίδος, Στέφ. Βυζ. ― Ἐπίθ. Φαληρικός, ή, όν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 901, κ. ἀλλ. ― Περὶ τῆς θέσεως τοῦ Ἀρχαίου Φαλήρου, ἴδε Ἐνρ. Οὐλερίχ. ἐν τῷ περιοδικῷ «Ἐρανιστῇ» τ. 1. τοῦ βϳ ἔτους, σ. 432, κἑξ., ἴδε καὶ πραγματείαν Γ. Ζαννέτου ἐν τῷ περιοδικῷ «Ἀπόλλωνι». | |lstext='''Φάληρον''': [ᾱ], τό, ἀρχαιότατος λιμὴν τῶν Ἀθηνῶν, νῦν ὀνομάζεται Παλαιὸν [[Φάληρον]], καὶ [[δῆμος]] τῆς Αἰαντίδος φυλῆς, Ἡσύχ. καὶ Ἐπιγραφ., ἴδε Böckh. C. I. 1. 309, ἀλλὰ κατὰ τὸν Ἁρποκρ. «[[δῆμος]] τῆς Ἀντιοχίδος»·- Φαληροῖ, ἐν Φαλήρῳ, Ξεν. Ἱππαρχ. 3. 1, Πλουτ. Θεμ. 17. Φαληρόθεν, ἐκ Φαλήρου, Πλάτ. Συμπ. 172Α· Φαληρόνδε, εἰς [[Φάληρον]], Θουκ. 1. 107· ― Φαληρεύς, έως, ὁ, [[κάτοικος]] τοῦ Φαλήρου, Ἡρόδ. 3. 63, κλπ.· θηλ. Φαληρίς, ίδος, Στέφ. Βυζ. ― Ἐπίθ. Φαληρικός, ή, όν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 901, κ. ἀλλ. ― Περὶ τῆς θέσεως τοῦ Ἀρχαίου Φαλήρου, ἴδε Ἐνρ. Οὐλερίχ. ἐν τῷ περιοδικῷ «Ἐρανιστῇ» τ. 1. τοῦ βϳ ἔτους, σ. 432, κἑξ., ἴδε καὶ πραγματείαν Γ. Ζαννέτου ἐν τῷ περιοδικῷ «Ἀπόλλωνι». |
Revision as of 10:58, 31 January 2021
English (LSJ)
τό, Phalerum, the western harbour of Athens, Hdt. 5.63, etc.; Φαληροῖ at Ph., X. Eq. Mag. 3.1, Plu. Thes. 17; Φαληρόθεν from Ph., Pl. Smp. 172a; Φαληρόνδε to Ph., Th. 1.107.
Greek (Liddell-Scott)
Φάληρον: [ᾱ], τό, ἀρχαιότατος λιμὴν τῶν Ἀθηνῶν, νῦν ὀνομάζεται Παλαιὸν Φάληρον, καὶ δῆμος τῆς Αἰαντίδος φυλῆς, Ἡσύχ. καὶ Ἐπιγραφ., ἴδε Böckh. C. I. 1. 309, ἀλλὰ κατὰ τὸν Ἁρποκρ. «δῆμος τῆς Ἀντιοχίδος»·- Φαληροῖ, ἐν Φαλήρῳ, Ξεν. Ἱππαρχ. 3. 1, Πλουτ. Θεμ. 17. Φαληρόθεν, ἐκ Φαλήρου, Πλάτ. Συμπ. 172Α· Φαληρόνδε, εἰς Φάληρον, Θουκ. 1. 107· ― Φαληρεύς, έως, ὁ, κάτοικος τοῦ Φαλήρου, Ἡρόδ. 3. 63, κλπ.· θηλ. Φαληρίς, ίδος, Στέφ. Βυζ. ― Ἐπίθ. Φαληρικός, ή, όν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 901, κ. ἀλλ. ― Περὶ τῆς θέσεως τοῦ Ἀρχαίου Φαλήρου, ἴδε Ἐνρ. Οὐλερίχ. ἐν τῷ περιοδικῷ «Ἐρανιστῇ» τ. 1. τοῦ βϳ ἔτους, σ. 432, κἑξ., ἴδε καὶ πραγματείαν Γ. Ζαννέτου ἐν τῷ περιοδικῷ «Ἀπόλλωνι».
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
Phalère, port d’Athènes et dème attique de la tribu Æantide {Antiochide}.
Étymologie: DELG v. φαλός.
Greek Monotonic
Φάληρον: [ᾰ], τό, Φάληρο, το δυτικό λιμάνι της Αθήνας· Φαληροῖ, στο Φάληρο, σε Ξεν.· Φαληρόθεν, από το Φάληρο, σε Πλάτ.· Φαληρόνδε, στο Φάληρο, σε Θουκ.· Φαληρεύς, -έως, ὁ, κάτοικος του Φαλήρου (Φαληρέας), σε Ηρόδ.· επίθ. Φαληρικός, -ή, -όν, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
Φάληρον: (ᾰ) τό Фалер1) старый афинский порт Her.;
2) дем в атт. филе Αἰαντίς Thuc. etc.