ἐγγώνιος: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
(2)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐγγώνιος:''' образующий (прямой) угол, прямоугольный (λίθοι Thuc.).
|elrutext='''ἐγγώνιος:''' образующий (прямой) угол, прямоугольный (λίθοι Thuc.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐγ-[[γώνιος]], ον [[γωνία]]<br />forming an [[angle]], esp. a [[right]] [[angle]], λίθοι ἐν τομῇ ἐγγώνιοι cut [[square]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 14:00, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγγώνιος Medium diacritics: ἐγγώνιος Low diacritics: εγγώνιος Capitals: ΕΓΓΩΝΙΟΣ
Transliteration A: engṓnios Transliteration B: engōnios Transliteration C: eggonios Beta Code: e)ggw/nios

English (LSJ)

ον, (γωνία)

   A forming an angle, esp. right angle, σχῆμα Hp.Art.22; λίθοι ἐντομῇ ἐγγώνιοι cut square, Th.1.93; πύργοι J.BJ 7.8.3. Adv. -ίως Paul.Aeg.6.115.    II cut into angles, of ivyleaves, Thphr.HP3.15.4 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 702] einen Winkel bildend; λίθοι ἐν τομῇ ἐγγώνιοι, winkelrecht zugehauen, Thuc. 1, 93; Hippocr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγγώνιος: ον (γῶνος) σχηματίζων γωνίαν, κυρίως ὀρθὴν γωνίαν, σχῆμα Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795· λίθοι ἐν τομῇ ἐγγώνιοι, κεκομμένοι τετράγωνοι, Θουκ. 1. 93. ΙΙ. τετμημένος εἰς γωνίας, γωνιώδης, περὶ τῶν φύλλων τοῦ κισσοῦ, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 15, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui forme un angle droit.
Étymologie: ἐν, γωνία.

Spanish (DGE)

-ον
1 que forma un ángulo recto σχῆμα Hp.Art.22, Steph.in Hp.Progn.90.33, λίθοι ... ἐντομῇ ἐγγώνιοι piedras cortadas a escuadra Th.1.93, cf. Procop.Goth.1.14.9, τόπος ID 1417C.72 (II a.C.)
gener. que forma ángulo, anguloso de las hojas de la hiedra, Thphr.HP 1.10.1, πύργοι ... ἐγγώνιοι torres que están en los ángulos e.d. en las esquinas I.BI 7.289.
2 adv. -ίως en ángulo recto ἐπὶ πῆχυν ἐ. ἐσχηματισμένον Gal.18(1).815, cf. Paul.Aeg.6.115.2.

Greek Monolingual

ἐγγώνιος, -ον (Α)
αυτός που σχηματίζει γωνία, ιδίως ορθή.

Greek Monotonic

ἐγγώνιος: -ον (γωνία), αυτός που σχηματίζει γωνία, ιδίως ορθή γωνία, λίθοιἐν τομῇ ἐγγώνιοι, κομμένοι τετράγωνοι, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐγγώνιος: образующий (прямой) угол, прямоугольный (λίθοι Thuc.).

Middle Liddell

ἐγ-γώνιος, ον γωνία
forming an angle, esp. a right angle, λίθοι ἐν τομῇ ἐγγώνιοι cut square, Thuc.