θυσανωτός: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(2b)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''θῠσᾰνωτός:''' украшенный или отделанный бахромой ([[κιθών]], [[αἰγέη]] Her.).
|elrutext='''θῠσᾰνωτός:''' украшенный или отделанный бахромой ([[κιθών]], [[αἰγέη]] Her.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θῠσᾰνωτός, ή, όν [as if from θυσανόω] = [[θυσανόεις]], Hdt.]
}}
}}

Revision as of 23:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠσανωτός Medium diacritics: θυσανωτός Low diacritics: θυσανωτός Capitals: ΘΥΣΑΝΩΤΟΣ
Transliteration A: thysanōtós Transliteration B: thysanōtos Transliteration C: thysanotos Beta Code: qusanwto/s

English (LSJ)

ή, όν,= θυσανόεις, κιθών, αἰγέη, Hdt.2.81,4.189;

   A ἔνδυμα J.BJ5.5.7.

German (Pape)

[Seite 1228] mit Troddeln, Quasten versehen; κιθῶνες, αἰγέαι, Her. 2, 81. 4, 189; Ios.

Greek (Liddell-Scott)

θῠσᾰνωτός: -ή, -όν, ὡς εἰ ἐκ τοῦ θυσανόω, = θυσανόεις, κιθών, αἰγέη Ἡρόδ. 2. 81., 4. 189· ἔνδυμα Ἰώσηπ. Ἰουδ. Πολ. 5. 5, 7.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
garni de franges, d’une bordure.
Étymologie: θύσανος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α θυσανωτός, -ή, -όν) θύσανος
αυτός που έχει θυσάνους, όμοιος με θύσανο, κροσσωτός, φουντωτός.

Greek Monotonic

θῠσᾰνωτός: -ή, -όν (όπως από το θυσανόω), = θυσανόεις, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

θῠσᾰνωτός: украшенный или отделанный бахромой (κιθών, αἰγέη Her.).

Middle Liddell

θῠσᾰνωτός, ή, όν [as if from θυσανόω] = θυσανόεις, Hdt.]