Κανδαύλης: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(2b) |
(1b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Κανδαύλης:''' ου ὁ Кандавл или Мирсил (сын Мирса, последний царь Лидии из рода Гераклидов, убитый Гигом в 716 г. до н. э.) Her. | |elrutext='''Κανδαύλης:''' ου ὁ Кандавл или Мирсил (сын Мирса, последний царь Лидии из рода Гераклидов, убитый Гигом в 716 г. до н. э.) Her. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=ου<br />Grammatical information: m.<br />Meaning: Voc. <b class="b3">Κανδαῦλα</b>, Lydian-Phrygian name of Hermes (Hippon. 1), also name of a Lydian king (Hdt.).<br />Origin: IE [Indo-European]X [probably] [633, 235] <b class="b2">*dhau-</b> (= <b class="b2">*dheh₂u-</b>?) [[strangle]]<br />Etymology: - Acc. to Hippon. = <b class="b3">Κυνάγχα</b> (voc.) "dog-strangler"; relates to Hermes as god of dice (<b class="b3">Ἐρμῆς Τύχων</b>) and as term of dice-playing with Skt. <b class="b2">śva-ghnín-</b> prop. "dog-killer" (<b class="b3">κύων</b> = <b class="b2">śvan-</b> name of a unhappy throw) semant. identical. Sittig KZ 52, 204ff.; cf. Kretschmer Glotta 15, 192. Further s. <b class="b3">Θαύλιος</b> (of which a relation is quite uncertain). - Quite diff. on <b class="b3">Κανδαύλης</b> Bolling Lang. 3, 15ff. (not correct). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:21, 3 January 2019
English (LSJ)
ὁ, Lydian name for Hermes, expld. as
A dog-throttler, Hippon.1; name of a Lydian king, Hdt.1.7, al.
Greek Monolingual
Κανδαύλης, ὁ (Α)
1. λυδική ονομασία του Ερμή
2. όνομα Λυδού βασιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η κλητική Κανδαύλα χρησιμοποιούνταν στην Αρχαία ως επίκληση όπως το κυνάγχα (επίκληση στον Ερμή κατά το παιχνίδι τών ζαριών) < κύων, κυν-ός + ἄγχω «πνίγω, στραγγαλίζω». Ο Ερμής δηλ. εθεωρείτο προστάτης του παιχνιδιού τών ζαριών, ενώ το κύων πέρα από «σκύλος» σήμαινε και «κακή ζαριά». Η επίκληση λοιπόν κυνάγχα στον Ερμή αποσκοπούσε στο να «στραγγαλιστεί ο κύων», στο να αποφευχθεί δηλ. ή να εξουδετερωθεί η κακή ζαριά. Ανάλογη περίπτωση είναι και το αρχ. ινδ. svaghnin < svan- «σκύλος» αλλά και «κακή ζαριά» + -ghn-in «φονεύς». Το Κανδαύλης, επομένως, χρησιμοποιούμενο κατά τον ίδιο τρόπο, είναι σύνθ. < καν- (από ΙΕ ρίζα kwon- «σκύλος», πρβλ. λατ. canis «σκύλος») + -δαυ- (από ΙΕ ρίζα dhau- «πνίγω, πιέζω», πρβλ. αρχ. σλαβ. daviti «στραγγαλίζω») + επίθημα -λᾱ- (< ΙΕ -lā-)].
Russian (Dvoretsky)
Κανδαύλης: ου ὁ Кандавл или Мирсил (сын Мирса, последний царь Лидии из рода Гераклидов, убитый Гигом в 716 г. до н. э.) Her.
Frisk Etymological English
ου
Grammatical information: m.
Meaning: Voc. Κανδαῦλα, Lydian-Phrygian name of Hermes (Hippon. 1), also name of a Lydian king (Hdt.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [633, 235] *dhau- (= *dheh₂u-?) strangle
Etymology: - Acc. to Hippon. = Κυνάγχα (voc.) "dog-strangler"; relates to Hermes as god of dice (Ἐρμῆς Τύχων) and as term of dice-playing with Skt. śva-ghnín- prop. "dog-killer" (κύων = śvan- name of a unhappy throw) semant. identical. Sittig KZ 52, 204ff.; cf. Kretschmer Glotta 15, 192. Further s. Θαύλιος (of which a relation is quite uncertain). - Quite diff. on Κανδαύλης Bolling Lang. 3, 15ff. (not correct).