βιβλιοκάπηλος: Difference between revisions
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
(1b) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''βιβλιοκάπηλος:''' ὁ Luc. = [[βιβλιοπώλης]]. | |elrutext='''βιβλιοκάπηλος:''' ὁ Luc. = [[βιβλιοπώλης]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[βιβλιοκάπηλος]] -ου, ὁ [[βύβλος]], [[κάπηλος]] boekverkoper. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:15, 9 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A dealer in books, Luc.Ind.4,24.
German (Pape)
[Seite 444] ὁ, Bücherkrämer, Luc. adv. ind. 4.
Greek (Liddell-Scott)
βιβλιοκάπηλος: [ᾰ], ὁ, ἔμπορος βιβλίων, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 4. 24.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
libraire.
Étymologie: βιβλίον, κάπηλος.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ librero Luc.Ind.4, 24.
Greek Monolingual
ο (Α βιβλιοκάπηλος)
νεοελλ.
αυτός που ασκεί βιβλιοκαπηλεία
αρχ.
έμπορος βιβλίων, βιβλιοπώλης.
Greek Monotonic
βιβλιοκάπηλος: [ᾰ], ὁ, έμπορος βιβλίων, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
βιβλιοκάπηλος: ὁ Luc. = βιβλιοπώλης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βιβλιοκάπηλος -ου, ὁ βύβλος, κάπηλος boekverkoper.