ὁποτέρωσε: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger

Menander, Monostichoi, 443
(3b)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὁποτέρωσε:''' adv. в каком направлении из обоих, в которую сторону Plat.: ἠπόρησε, ὁ. διακινδυνεύσῃ χωρήσας Thuc. (Аристей) заколебался, в каком из двух направлений пробиваться.
|elrutext='''ὁποτέρωσε:''' adv. в каком направлении из обоих, в которую сторону Plat.: ἠπόρησε, ὁ. διακινδυνεύσῃ χωρήσας Thuc. (Аристей) заколебался, в каком из двух направлений пробиваться.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> to [[whichever]] of two sides, Thuc.<br /><b class="num">2.</b> in [[which]] of two ways, ὁπ. βουληθείη Plat.
}}
}}

Revision as of 12:50, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁποτέρωσε Medium diacritics: ὁποτέρωσε Low diacritics: οποτέρωσε Capitals: ΟΠΟΤΕΡΩΣΕ
Transliteration A: hopotérōse Transliteration B: hopoterōse Transliteration C: opoterose Beta Code: o(pote/rwse

English (LSJ)

Adv.

   A in which of two directions, to which of two places, Th.1.63,5.65 ; ἐπορεύετο ὁ. βουληθείη Pl.Smp.190a.    2 οὐδ' ὁποτέρωσε (or οὐδοπ-) in neither of two directions, Dosith.p.410 K.

German (Pape)

[Seite 363] nach welcher von beiden Seiten hin; ἠπόρησε μέν, ὁποτέρωσε διακινδυνεύσει χωρήσας, ἢ ἐπὶ τῆς Ὀλύνθου ἢ ἐς τὴν Ποτίδαιαν, Thuc. 1, 63; c. opt., Plat. Conv. 190 a.

Greek (Liddell-Scott)

ὁποτέρωσε: πρὸς ὁποῖον ἐκ τῶν δύο μερῶν, Θουκ. 1. 63., 5. 65. 2) καθ’ ὁποῖον ἐκ τῶν δύο τρόπων, ὁπ. βουληθείη Πλάτ. Συμπ. 190Α.

French (Bailly abrégé)

adv. relat.
vers lequel des deux endroits.
Étymologie: ὁπότερος, -σε.

Greek Monolingual

ὁποτέρωσε (Α)
επίρρ.
1. προς ποιο από τα δύο μέρη ή προς ποια από τις δύο διευθύνσεις
2. φρ. «οὐδ' ὁποτέρωσε» — σε κανένα από τα δύο μέρη ή σε καμία από τις δύο διευθύνσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁποτέρως + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. μηδετέρω-σε)].

Greek Monotonic

ὁποτέρωσε: επίρρ.,
1. προς οποιαδήποτε από τις δύο πλευρές σε Θουκ.
2. με ποιον από τους δύο τρόπους, ὁποτέρωσε βουληθείη, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὁποτέρωσε: adv. в каком направлении из обоих, в которую сторону Plat.: ἠπόρησε, ὁ. διακινδυνεύσῃ χωρήσας Thuc. (Аристей) заколебался, в каком из двух направлений пробиваться.

Middle Liddell


1. to whichever of two sides, Thuc.
2. in which of two ways, ὁπ. βουληθείη Plat.