κρωβυλώδης: Difference between revisions
From LSJ
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
(3) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κρωβυλώδης:''' похожий на чуб ([[πλοκή]] Luc.). | |elrutext='''κρωβυλώδης:''' похожий на чуб ([[πλοκή]] Luc.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κρωβυλώδης -ες [κρωβύλος] als een haarknot. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ες,
A like the κρωβύλος, Luc.Lex.13.
German (Pape)
[Seite 1517] ες, dem Vorigen ähnlich, πλοκή Luc. Lexiph. 13.
Greek (Liddell-Scott)
κρωβῠλώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κρώβυλον, Λουκ. Λεξιφ. 13.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
semblable à un toupet.
Étymologie: κρωβύλος, -ωδης.
Greek Monolingual
κρωβυλώδης, -ῶδες (Α) κρωβύλος
αυτός που μοιάζει με κρωβύλο, με κότσο, με πλεξίδα κόμης («πλακοῡντα ἐξ ἐντέρων κρωβυλώδη τὴν πλοκήν», Λουκιαν.).
Russian (Dvoretsky)
κρωβυλώδης: похожий на чуб (πλοκή Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρωβυλώδης -ες [κρωβύλος] als een haarknot.