ἡμιονικός: Difference between revisions
χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἡμιονικός:''' запряженный мулами: ζεύγη ἡμιονικά Xen. запряжки мулами. | |elrutext='''ἡμιονικός:''' запряженный мулами: ζεύγη ἡμιονικά Xen. запряжки мулами. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἡμιονικός]], ή, όν = [[ἡμιόνειος]], Xen.] | |||
}} | }} |
Revision as of 23:10, 9 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,=
A ἡμιόνειος, ζεῦγος X.An.7.5.2; ὁδὸς ἡ. a road only fit for mules, Str.6.3.7; ἡ. ἅρμα drawn by mules, BGU814.6 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1169] = ἡμιόνειος, z. B. ζεῦγος, Maulthiergespann, Xen. An. 7, 5, 1; VLL.; ὁδός, Strab. VI, 282.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιονικός: -ή, -όν, = ἡμιόνειος, ζεῦγος Ξεν. Ἀν. 7. 5, 1˙ ὁδὸς ἡμ., ὁδὸς μόνον δι’ ἡμιόνους κατάλληλος, Στράβων 282.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de mulet.
Étymologie: ἡμίονος.
Greek Monolingual
-ή, -όν (Α ἡμιονικός, -ή, -όν) ημίονος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ημίονο, κν. μουλαρήσιος (α. «ἡμιονικόν ζεῡγος», Ξεν.
β. «ἡμιονικόν ἅρμα», πάπ.)
2. αυτός που είναι κατάλληλος μόνο για τον ημίονο («ημιονική οδός» — δρόμος στενός, δύσβατος, βατός μόνο από μουλάρια).
Greek Monotonic
ἡμιονικός: -ή, -όν = ἡμιόνειος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἡμιονικός: запряженный мулами: ζεύγη ἡμιονικά Xen. запряжки мулами.