ἐργατήσιος: Difference between revisions
From LSJ
Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang
(2) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐργᾰτήσιος:''' плодородный, доходный ([[χώρα]] Plut.). | |elrutext='''ἐργᾰτήσιος:''' плодородный, доходный ([[χώρα]] Plut.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἐργᾰτήσιος, η, ον<br />producing an [[income]], Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:30, 9 January 2019
English (LSJ)
α, ον,
A = ἐργάσιμος, χώρα dub. in Plu. Cat.Ma.21 (v.l. ἔργα πίσσια).
German (Pape)
[Seite 1020] einträglich, ergiebig, χώρα Plut. Cat. mai. 21.
Greek (Liddell-Scott)
ἐργᾰτήσιος: -α, -ον, παρέχων εἰσόδημα, χώρα Πλουτ. Κάτων Πρεσβ. 21.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
productif, fertile.
Étymologie: ἐργάτης.
Greek Monolingual
ἐργατήσιος, -ία, -ιον (Α)
φρ. «ἐργατήσιος χώρα» — χώρα που παρέχει εισόδημα, εύφορη.
Greek Monotonic
ἐργᾰτήσιος: -α, -ον, αυτός που παρέχει εισόδημα, προσοδοφόρος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐργᾰτήσιος: плодородный, доходный (χώρα Plut.).
Middle Liddell
ἐργᾰτήσιος, η, ον
producing an income, Plut.