θεωρητός: Difference between revisions

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
(2b)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''θεωρητός:''' <b class="num">1)</b> наблюдаемый, видимый, заметный ([[μέρος]] [[ἔτι]] θ. Arst.; θ. καὶ [[ἀκουστός]] Diod.; κινήματα τοῦ ἀέρος Plut.);<br /><b class="num">2)</b> доступный умозрению, созерцаемый, постигаемый (λόγῳ Plut. и διὰ λόγου Diog. L.).
|elrutext='''θεωρητός:'''<br /><b class="num">1)</b> наблюдаемый, видимый, заметный ([[μέρος]] [[ἔτι]] θ. Arst.; θ. καὶ [[ἀκουστός]] Diod.; κινήματα τοῦ ἀέρος Plut.);<br /><b class="num">2)</b> доступный умозрению, созерцаемый, постигаемый (λόγῳ Plut. и διὰ λόγου Diog. L.).
}}
}}

Revision as of 15:55, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεωρητός Medium diacritics: θεωρητός Low diacritics: θεωρητός Capitals: ΘΕΩΡΗΤΟΣ
Transliteration A: theōrētós Transliteration B: theōrētos Transliteration C: theoritos Beta Code: qewrhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A that may be seen, D.S.14.60; ὄψει θ. Ael.NA9.4; θ. κατασκεύασμα Secund.Sent.1; of certain days in disease, to be watched (cf. ἐπίδηλος 11.1), Hp.Aph.2.24.    2 of the mind, to be reached by contemplation, τοὺς διὰ λόγου θ. χρόνους Epicur. Ep.1p.10U.; θεοὺς λόγῳ θ. Id.Fr.355, cf. Phld.Sign.37; opp. ἐμφανής, Plu.2.722d; λόγῳ ib.876c. Adv. -τῶς Gal.18(1).363.

German (Pape)

[Seite 1205] beschaut, betrachtet, zu betrachten; οὐδὲ ταύτην ὄψει θεωρητήν, nicht mit den Augen wahrzunehmen, Ael. H. A. 9, 6; neben ἀκο υστός D. Sic. 14, 60; bes. geistig zu erkennen, Plut. plac., phil. oft.

Greek (Liddell-Scott)

θεωρητός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἴδῃ, Διόδ. 14. 60, Αἰλ. π. Ζ. 9. 6˙ ἐπὶ νόσου, ἣν πρέπει νὰ παραφυλάττῃ τις καὶ ἐξετάζῃ ἐν σχέσει πρὸς ἐπερχομένην κρίσιν, Ἱππ. Ἀφ. 1245˙ πρβλ. ἐπίδηλος. 2) ἐπὶ τῆς διανοίας, ὃν δύναταί τις νὰ φθάσῃ διὰ θεωρίας, Πλούτ. 2. 722B λόγῳ, διὰ τοῦ λογικοῦ, αὐτόθι 876C διὰ λόγου Διογ. Λ. 10. 47.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qu’on peut observer, visible;
2 qu’on peut contempler, observer par l’intelligence.
Étymologie: θεωρέω.

Greek Monolingual

θεωρητός, -ή, -όν (Α) θεωρώ
1. αυτός που μπορεί να παρατηρηθεί, τον οποίο μπορεί να δει κανείς
2. (για νόσο) επίδηλος, αυτή που παρουσιάζει ενδείξεις για επερχόμενη κρίση
3. (για διάνοια) αυτός τον οποίο μπορεί να φθάσει κάποιος με τη θεωρία («τὸν θεωρητὸν βίον»).
επίρρ...
θεωρητῶς (Α)
κατά τρόπο θεωρητό.

Russian (Dvoretsky)

θεωρητός:
1) наблюдаемый, видимый, заметный (μέρος ἔτι θ. Arst.; θ. καὶ ἀκουστός Diod.; κινήματα τοῦ ἀέρος Plut.);
2) доступный умозрению, созерцаемый, постигаемый (λόγῳ Plut. и διὰ λόγου Diog. L.).