καλλίκερως: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
(2b)
(1ab)
Line 16: Line 16:
{{elru
{{elru
|elrutext='''καλλίκερως:''' adj. (gen. ω, acc. ων) с красивыми рогами ([[ἔλαφος]], [[ταῦρος]] Anth.).
|elrutext='''καλλίκερως:''' adj. (gen. ω, acc. ων) с красивыми рогами ([[ἔλαφος]], [[ταῦρος]] Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κέρας]]<br />with [[beautiful]] horns, Anth.
}}
}}

Revision as of 00:10, 10 January 2019

German (Pape)

[Seite 1310] ωτος, schön gehörnt, καλλίκερων ἔλαφον Antip. Th. 60 (IX, 603), καλλίκερω ταύρου Crinag. (VII, 744).

Greek (Liddell-Scott)

καλλίκερως: ὁ, ἡ, ἔχων καλὰ κέρατα, Ἀνθ. Π. 7. 744., 9. 603. ΙΙ. = αἰγόκερως, Γαλην. τ. 13. 355.

French (Bailly abrégé)

ω (ὁ, ἡ)
acc. ων;
aux belles cornes.
Étymologie: καλός, κέρας.

Greek Monolingual

ο, η (Α καλλίκερως)
αυτός που έχει ωραία κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -κερως (< κέρας, πρβλ. αττ. γεν. κέρως < κέρα-ος), πρβλ. ολιγό-κερως ορθό-κερως].

Greek Monotonic

καλλίκερως: ὁ, ἡ (κέρας), αυτός που έχει όμορφα κέρατα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

καλλίκερως: adj. (gen. ω, acc. ων) с красивыми рогами (ἔλαφος, ταῦρος Anth.).

Middle Liddell

κέρας
with beautiful horns, Anth.