παγκαταπύγων: Difference between revisions

From LSJ

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source
(3b)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{elru
{{elru
|elrutext='''παγκᾰτᾰπύγων:''' 2, gen. ονος (ῡ) Arph. intens. к [[καταπύγων]].
|elrutext='''παγκᾰτᾰπύγων:''' 2, gen. ονος (ῡ) Arph. intens. к [[καταπύγων]].
}}
{{elnl
|elnltext=παγκαταπύγων -ονος [πᾶς, καταπύγων] totaal oversekst.
}}
}}

Revision as of 07:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παγκαταπύγων Medium diacritics: παγκαταπύγων Low diacritics: παγκαταπύγων Capitals: ΠΑΓΚΑΤΑΠΥΓΩΝ
Transliteration A: pankatapýgōn Transliteration B: pankatapygōn Transliteration C: pagkatapygon Beta Code: pagkatapu/gwn

English (LSJ)

[ῡ], ονος, ὁ, ἡ,

   A utterly lewd, Ar.Lys.137.

Greek (Liddell-Scott)

παγκαταπύγων: [ῡ], -ονος, ὁ, ἡ, ὑπερβαλλόντως καταπύγων, αἰσχρότατος, Ἀριστοφ. Λυσ. 137. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 154.

Greek Monolingual

παγκαταπύγων, -ονος, ὁ ἡ, ουδ. παγκατάπυγον (Α)
ασελγέστατος κίναιδος, αισχρότατος («ὦ παγκατάπυγον θἡμέτερον ἅπαν γένος», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + καταπύγων.

Russian (Dvoretsky)

παγκᾰτᾰπύγων: 2, gen. ονος (ῡ) Arph. intens. к καταπύγων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παγκαταπύγων -ονος [πᾶς, καταπύγων] totaal oversekst.