διᾴττω: Difference between revisions
From LSJ
(1b) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διᾴττω]] (Α) [[αΐσω]]<br />[[διαΐσσω]], εκτινάσσομαι, [[αναπηδώ]] || <b>αστρον.</b> (και νεοελλ.) «διάττοντες αστέρες» ή <b>ως ουσ.</b> «διάττοντες» (AM διάττοντες)<br /><b>βλ.</b> <i>μετεωρίτες</i>. | |mltxt=[[διᾴττω]] (Α) [[αΐσω]]<br />[[διαΐσσω]], εκτινάσσομαι, [[αναπηδώ]] || <b>αστρον.</b> (και νεοελλ.) «διάττοντες αστέρες» ή <b>ως ουσ.</b> «διάττοντες» (AM διάττοντες)<br /><b>βλ.</b> <i>μετεωρίτες</i>.<br />διαττῶ (-άω) (Α)<br />[[κοσκινίζω]] καλά, [[ψιλοκοσκινίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. (<i>δια</i>-) <i>ττάω</i> ανάγεται σε τ. <i>τFαyω</i> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>tu</i><i>ā</i>- «[[κοσκινίζω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>titau</i>- «[[κόσκινο]]» λιθ. <i>tvoju</i> «[[μάχομαι]]», αν και σημασιολογικώς διαφορετικό από το ελλ. [[διαττάω]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |