συκοφάντημα: Difference between revisions
οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)
(4) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σῡκοφάντημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> ложный донос, клевета Aeschin., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> мошенничество, передержка, плутовство, нечестный прием (τὸ σοφιστικὸν σ. Arst.). | |elrutext='''σῡκοφάντημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> ложный донос, клевета Aeschin., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> мошенничество, передержка, плутовство, нечестный прием (τὸ σοφιστικὸν σ. Arst.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συκοφάντημα -ατος, τό [συκοφαντέω] valse aanklacht, laster. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A vexatious prosecution or accusation, Aeschin.2.39, OGI669.40 (Egypt, i A.D., pl.), J.AJ16.10.8, Plu.Per.37, CPR232.14 (ii/iii A.D.). II quibble, Arist.SE174b9.
German (Pape)
[Seite 973] τό, ein Sykophantenstreich, eine falsche Anklage; Aesch. 2, 39; Plut. Pericl. 33.
Greek (Liddell-Scott)
σῡκοφάντημα: τό, συκοφάντου τέχνασμα, ψευδὴς κατηγορία, διαβολή, Αἰσχίν. 33. 19, Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 40. ΙΙ. σοφιστικὸν τέχνασμα, σόφισμα, Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 15. 5.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
calomnie.
Étymologie: συκοφαντέω.
Greek Monolingual
τὸ ΜΑ συκοφαντῶ
επινόημα, τέχνασμα συκοφάντη, ψευδής κατηγορία, συκοφαντία
αρχ.
σοφιστικό τέχνασμα, σόφισμα.
Greek Monolingual
τὸ ΜΑ συκοφαντῶ
επινόημα, τέχνασμα συκοφάντη, ψευδής κατηγορία, συκοφαντία
αρχ.
σοφιστικό τέχνασμα, σόφισμα.
Greek Monotonic
σῡκοφάντημα: -ατος, τό, επινόημα, τέχνασμα συκοφάντη, διαβολή, συκοφαντία, καταλαλιά, διαβολή, λασπολογία, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
σῡκοφάντημα: ατος τό1) ложный донос, клевета Aeschin., Plut.;
2) мошенничество, передержка, плутовство, нечестный прием (τὸ σοφιστικὸν σ. Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συκοφάντημα -ατος, τό [συκοφαντέω] valse aanklacht, laster.