κεκάλυμμαι: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
(2b)
(nl)
 
Line 7: Line 7:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κεκάλυμμαι:''' pf. pass. к [[καλύπτω]].
|elrutext='''κεκάλυμμαι:''' pf. pass. к [[καλύπτω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κεκάλυμμαι indic. perf. med. van καλύπτω.
}}
}}

Latest revision as of 07:04, 1 January 2019

French (Bailly abrégé)

v. καλύπτω.

Greek Monotonic

κεκάλυμμαι: Παθ. παρακ. του καλύπτω· κεκάλυπτο, γʹ ενικ. Επικ. υπερσ. κέκᾰμον, Επικ. αόρ. βʹ του κάμνω· κεκάμω, υποτ.· γʹ πληθ. κεκάμωσι.

Russian (Dvoretsky)

κεκάλυμμαι: pf. pass. к καλύπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεκάλυμμαι indic. perf. med. van καλύπτω.