ἀναστέφω: Difference between revisions
οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.
(1) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀναστέφω:''' <b class="num">1)</b> увенчивать, венчать (τὸν κρᾶτά τινος Eur.; τοὺς νικῶντας σελίνοις Plut.);<br /><b class="num">2)</b> увивать, обвивать (τὰς θύρας [[δάφνη]] Plut.): [[κλάδος]] ἐλαίας ἐρίῳ ἀνεστεμμένος Plut. масличная ветвь, перевитая шерстью. | |elrutext='''ἀναστέφω:''' <b class="num">1)</b> увенчивать, венчать (τὸν κρᾶτά τινος Eur.; τοὺς νικῶντας σελίνοις Plut.);<br /><b class="num">2)</b> увивать, обвивать (τὰς θύρας [[δάφνη]] Plut.): [[κλάδος]] ἐλαίας ἐρίῳ ἀνεστεμμένος Plut. масличная ветвь, перевитая шерстью. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />to [[crown]], [[wreath]], [[κρᾶτα]] Eur.:—Pass., ἀνέστεμμαι [[κάρα]] I [[have]] my [[head]] wreathed, Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:55, 9 January 2019
English (LSJ)
A crown, wreath, τὸν σὸν κρᾶτα E.Fr.243; ἀ. στεφάνοισι ib.362.48; στόρνῃσιν Call.Hec.1.1.15:—Pass., ἀνέστεμμαι κάρα φύλλοις I have my head wreathed with leaves, E.Hipp.806; but also δάφνας κλῶνας ἀναστέφεται Epigr.Gr.786.
German (Pape)
[Seite 209] dasselbe, Plut. Thes. 22; pass. ἀνέστεμμαι κάρα φύλλοις Eur. Hipp. 806.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναστέφω: μέλλ. -ψω: ‒ στέφω, στεφανώνω: τὸν σὸν κρᾶτα Εὐρ. Ἀποσπ. 243· ἀν. στεφάνοισι αὐτόθι 362. 48: ‒ Παθ., ἀνέστεμμαι κάρα... φύλλοις, ἔχω τὴν κεφαλήν μου ἐστεμμένην διὰ φύλλων, ὁ αὐτὸς Ἱππ. 806. ΙΙ. δάφνας κλῶνας ἀναστέφεσθαι, περιτίθεσθαι στέφανον ἐκ κλωνῶν δάφνης, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 786.
French (Bailly abrégé)
pf. Pass. ἀνέστεμμαι;
couronner ; Pass. ἀνέστεμμαι κάρα φύλλοις EUR j’ai la tête couronnée de feuilles.
Étymologie: ἀνά, στέφω.
Spanish (DGE)
1 c. ac. y a veces dat. instrum. coronar σὸν κρᾶτ' E.Fr.241, τοὺς ... ἡγεμόνας Polyaen.5.12.1, τρίαιναν ὀρθὴν ... στεφάνοισι E.Fr.13.48M., (μιν) ... στόρνῃσιν Call.Fr.260.15, σελίνων, οἷς ἀναστέφουσι ... τοὺς νικῶντας Timae.118, cf. B.13.59.
2 en v. med. coronarse, ceñirse κάρα ... φύλλοις E.Hipp.806, δάφνας κλῶνας ἀναστέφεται se corona de ramas de laurel, Epigr.Gr.786, ἀκάνθῃ Clem.Al.Paed.2.8.75, c. gen. τῶν σελίνων ἀνεστέψατο Polyaen.5.12.1.
Greek Monolingual
ἀναστέφω (Α) στέφω
βάζω στεφάνι στο κεφάλι κάποιου, στεφανώνω.
Greek Monotonic
ἀναστέφω: μέλ. -ψω, στεφανώνω, κρᾶτα, σε Ευρ. — Παθ., ἀνέστεμμαι κάρα φύλλοις, έχω στεφανωμένο το κεφάλι μου με φύλλα, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναστέφω: 1) увенчивать, венчать (τὸν κρᾶτά τινος Eur.; τοὺς νικῶντας σελίνοις Plut.);
2) увивать, обвивать (τὰς θύρας δάφνη Plut.): κλάδος ἐλαίας ἐρίῳ ἀνεστεμμένος Plut. масличная ветвь, перевитая шерстью.
Middle Liddell
to crown, wreath, κρᾶτα Eur.:—Pass., ἀνέστεμμαι κάρα I have my head wreathed, Eur.