κέκραγμα: Difference between revisions
From LSJ
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
(nl) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κέκραγμα -ατος, τό [κράζω] geschreeuw. | |elnltext=κέκραγμα -ατος, τό [κράζω] geschreeuw. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[κέκραγμα]], ατος, τό, [[κέκραγα]], perf. of κραζω]<br />a [[scream]], cry, Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:50, 10 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A scream, cry, Ar.Pax637 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1413] τό, das Geschrei, Ar. Pax 637.
Greek (Liddell-Scott)
κέκραγμα: τό, κραυγή, φωνὴ ὀξεῖα, Ἀριστοφ. Εἰρ. 637, ἐν τῷ πληθ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
cri.
Étymologie: κέκραγα.
Greek Monolingual
κέκραγμα, τὸ (Α)
κραυγή, οξεία φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο θ. κεκραγ- του κράζω (πρβλ. παρακμ. κέκραγα) + κατάλ. -μα].
Greek Monotonic
κέκραγμα: -ατος, τό, κραυγή, αλαλαγμός, ιαχή, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κέκραγμα: ατος τό крик Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κέκραγμα -ατος, τό [κράζω] geschreeuw.
Middle Liddell
κέκραγμα, ατος, τό, κέκραγα, perf. of κραζω]
a scream, cry, Ar.