Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περισῴζω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(nl)
(3b)
Line 10: Line 10:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=περι-σῴζω act. redden, in leven laten. med.-pass. het er levend van afbrengen.
|elnltext=περι-σῴζω act. redden, in leven laten. med.-pass. het er levend van afbrengen.
}}
{{elru
|elrutext='''περισῴζω:''' спасать, избавлять от гибели (τινά, [[στράτευμα]] περισωθέν Xen.): περισεσῶσθαι [[μέχρι]] τοῦ [[νῦν]] Arst. сохраниться до настоящего времени.
}}
}}

Revision as of 02:08, 1 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

περισῴζω: διαφυλάττω ζῶντα, (= σῴζειν τινὰ ὥστε περιεῖναι), διασῴζω ἀπὸ θανάτου ἢ καταστροφῆς, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 25., 4. 8, 21, κτλ.· π. τὴν πόλιν αὐτόθι 6. 5, 47· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἀλκίφρ. 1. 30. ― Παθ., περισῴζομαι, διασῴζομαι, ἐπὶ αἰχμαλώτου, κατηγορῶν ἀπέκτεινεν αὐτοὺς ἵνα αὐτὸς περισωθείη Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 32· τῶν ἐκ τῆς μάχης περισωθέντων Δίων Κ. 46. 50· ἐπὶ πραγμάτων, ἀπομένω, οἷον λείψανα περισεσῶσθαι Ἀριστοφ. Μετὰ τὰ Φυσ. 11. 8, 21.

French (Bailly abrégé)

sauver la vie de, assurer le salut de, acc.;
Moy. περισῴζομαι sauver sa vie en s’échappant.
Étymologie: περί, σῴζω.

Greek Monotonic

περισῴζω: μέλ. -σω, διατηρώ ζωντανό, σώζω από θάνατο ή καταστροφή, σε Ξεν. — Παθ., διασώζομαι, στον ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-σῴζω act. redden, in leven laten. med.-pass. het er levend van afbrengen.

Russian (Dvoretsky)

περισῴζω: спасать, избавлять от гибели (τινά, στράτευμα περισωθέν Xen.): περισεσῶσθαι μέχρι τοῦ νῦν Arst. сохраниться до настоящего времени.