παρεγγύη: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(nl)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παρ-εγγύη -ης, ἡ bevel.
|elnltext=παρ-εγγύη -ης, ἡ bevel.
}}
{{elru
|elrutext='''παρεγγύη:''' v. l. [[παρεγγυή]] ἡ (передаваемая из уст в уста) команда, приказ по войскам Xen.
}}
}}

Revision as of 14:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεγγῠη Medium diacritics: παρεγγύη Low diacritics: παρεγγύη Capitals: ΠΑΡΕΓΓΥΗ
Transliteration A: parengýē Transliteration B: parengyē Transliteration C: pareggyi Beta Code: pareggu/h

English (LSJ)

ἡ,

   A command, X.An.6.5.13.    2 = allegatio, insinuatio, Gloss.    II Dor. παρεγγύα, deposit paid by a contractor, IG42(1).109 ii 152 (Epid., iii B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

παρεγγύη: ἡ, διαταγή, Ξενοφ. Ἀν. 6. 5, 13· ― περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβεκ. Φρύνιχ. 302.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. παρεγγύα, ἡ, Α
1. εντολή, διαταγή («ταχὺ ἀκούων τὴν παρεγγύην, ἐλαύνει», Ξεν.)
2. έφοδος
3. εγγύηση που κατέβαλλε ο συμβαλλόμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐγγύη (βλ. και λ. εγγύη)].

Greek Monotonic

παρεγγύη: ἡ, διαταγή, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-εγγύη -ης, ἡ bevel.

Russian (Dvoretsky)

παρεγγύη: v. l. παρεγγυή ἡ (передаваемая из уст в уста) команда, приказ по войскам Xen.