κραταιγύαλος: Difference between revisions

From LSJ

ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)

Source
(nl)
(3)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κραταιγύαλος -ον [κράτος, γύαλον] met sterke platen (van een pantser).
|elnltext=κραταιγύαλος -ον [κράτος, γύαλον] met sterke platen (van een pantser).
}}
{{elru
|elrutext='''κρᾰταιγύᾰλος:''' состоящий из крепких выпуклых половин, т. е. крепкий, прочный (θώρηκες Hom.).
}}
}}

Revision as of 23:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰταιγύᾰλος Medium diacritics: κραταιγύαλος Low diacritics: κραταιγύαλος Capitals: ΚΡΑΤΑΙΓΥΑΛΟΣ
Transliteration A: krataigýalos Transliteration B: krataigyalos Transliteration C: krataigyalos Beta Code: krataigu/alos

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A with strong γύαλα, strongly arched, θώρηκες Il.19.361.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰταιγύᾰλος: -ον, (ἴδε κραταιὸς) ἔχων ἰσχυρὰ γύαλα, (γύαλα δὲ τὰ κοιλώματα), ἰσχυρός, θώρηκες Ἰλ. Τ. 361.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux membres robustres, càd aux pièces fortement assujetties.
Étymologie: κράτος, γύαλον.

English (Autenrieth)

with strong breastplates, Il. 19.361†. (See cut No. 55.)

Greek Monolingual

κραταιγύαλος, -ον (Α)
αυτός που έχει καλά προσαρμοσμένα ημιθωράκια, ισχυρός («ἀσπίδες ὀμφαλόεσσαι θώρηκές τε κραταιγύαλοι», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + γύαλον «ημιθωράκιο»].

Greek Monotonic

κρᾰταιγύᾰλος: -ον (γύαλον), αυτός που έχει ισχυρό θώρακα, σε Ομήρ. Ιλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κραταιγύαλος -ον [κράτος, γύαλον] met sterke platen (van een pantser).

Russian (Dvoretsky)

κρᾰταιγύᾰλος: состоящий из крепких выпуклых половин, т. е. крепкий, прочный (θώρηκες Hom.).