ἁμαξίτης: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(1)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἁμαξίτης:''' ου (ῑ) adj. m погружаемый или погруженный на воз ([[φόρτος]] Anth.).
|elrutext='''ἁμαξίτης:''' ου (ῑ) adj. m погружаемый или погруженный на воз ([[φόρτος]] Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἅμαξα]]<br />of or for a wagon, Anth.
}}
}}

Revision as of 15:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁμαξίτης Medium diacritics: ἁμαξίτης Low diacritics: αμαξίτης Capitals: ΑΜΑΞΙΤΗΣ
Transliteration A: hamaxítēs Transliteration B: hamaxitēs Transliteration C: amaksitis Beta Code: a(maci/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,

   A of or for wagon, φόρτος AP 9.306 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 115] ὁ, zum Wagen gehörig, φόρτος Antiphil. 27 (IX, 306).

Greek (Liddell-Scott)

ἁμαξίτης: [ῑ], -ου, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος δι’ ἅμαξαν: φόρτος Ἀνθ. Π. ΙΧ. 306.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
de chariot.
Étymologie: ἅμαξα.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Prosodia: [-ῑ-]
1 de carreta φόρτος AP 9.306 (Antiphil.).
2 caminero epít. de Hermes BCH 85.846 (Paros).

Greek Monolingual

ἁμαξίτης, ο (Α)
της άμαξας, για άμαξα
«ἁμαξίτης φόρτος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + παραγ. κατάλ. -ίτης].

Greek Monotonic

ἁμαξίτης: [ῑ], -ου, ὁ (ἅμαξα), αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για άμαξα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἁμαξίτης: ου (ῑ) adj. m погружаемый или погруженный на воз (φόρτος Anth.).

Middle Liddell

ἅμαξα
of or for a wagon, Anth.