δύσνοος: Difference between revisions
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
(2) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dysnoos | |Transliteration C=dysnoos | ||
|Beta Code=du/snoos | |Beta Code=du/snoos | ||
|Definition=ον, contr. δύσ-νους, ουν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, contr. δύσ-νους, ουν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[ill-affected]], [[disaffected]], τινί <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>212</span>; τῇ πόλει <span class="bibl">Th.2.60</span>; πρὸς τὰ πράγματα <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>2.1.2</span>: abs., <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>350</span>, Plu.2.176b. Adv. δύσνως <span class="bibl">Poll.2.230</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:35, 1 July 2020
English (LSJ)
ον, contr. δύσ-νους, ουν,
A ill-affected, disaffected, τινί S.Ant.212; τῇ πόλει Th.2.60; πρὸς τὰ πράγματα X.HG2.1.2: abs., E.IT350, Plu.2.176b. Adv. δύσνως Poll.2.230.
German (Pape)
[Seite 684] zsgzgn δύσνους, übel gesinnt, abgeneigt; τινί, Soph. Ant. 212; Eur. I. T. 350; in Prosa, Thuc. 2, 60 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
δύσνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ἐχθρικῶς διακείμενος πρός τινα, δυσμενής, τινι Σοφ. Ἀντ. 212, Εὐρ. Ι. Τ. 350, Θουκ. 2. 60· πρός τι Ξεν. Ἑλλ. 2, 12· ― πληθ. ὀνομ. δύσνοι Ξεν. αὐτόθι, Πλάτ. Πολ. 450D· ἀντίθ. εὔνους. ― Ἐπίρρ. δύσνως, Πολυδ. Β’, 230.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
malveillant, hostile.
Étymologie: δυσ-, νόος.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): contr. -ους, -ουν
I 1que tiene animadversión c. dat. τῇδε ... πόλει S.Ant.212, cf. Th.2.60, ἀνθρώποις Pl.Tht.151d, cf. Phdr.258c, τοῖς ἡμετέροις πράγμασι I.AI 11.217, c. giro prep. πρὸς τὰ πράγματα X.HG 2.1.2
•hostil, enemigo δύσνουν με λήψεσθε E.IT 350, οὔτε ἄπιστοι οὔτε δύσνοι οἱ ἀκουσόμενοι Pl.R.450d, οὐδέν τι δύσνουν ... ἐμφήνας Babr.98.3, cf. Plu.2.176b, Luc.Herm.51
•neutr. subst. τὸ δ. malevolencia Philostr.VA 5.36.
2 estúpido δ. καὶ ἰδιώτης καὶ δύσμορφος Isid.Pel.M.78.249D.
II adv. δυσνόως con mala voluntad o disposición δ. ἔχειν ... πρὸς Ἀθηναίους Did.in D.14.53, cf. Poll.2.230.
Greek Monotonic
δύσνοος: -ον, συνηρ. -νους, -ουν, εχθρικά διακείμενος, δυσμενής, θυμωμένος, εχθρικός, τινι, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
δύσνοος: стяж. δύσνους 2 неприязненный, враждебный (Eur.; τινι Soph., Thuc., Plat., Plut. и πρός τι Xen.).